ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...
- Αριθμός ταινιών: 22316
- Αριθμός συν/τών: 759967
- Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
Περιεχόμενα
Πεμ 06 Ιουλ 2017
LifeArt Media Festival: Ένα νέο φεστιβάλ με έμφαση στις νέες τεχνολογίεςΔευ 05 Ιουν 2017
To Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας (FeCHA) επιστρέφει και φέτος στον θερινό κινηματογράφο ΛαΐςΚυρ 28 Μαϊ 2017
Το κόκκινο χαλί του 70ου Φεστιβάλ των Κανών: Ο ΑπολογισμόςΤρί 23 Μαϊ 2017
Κάνες 2017: Ο διεθνής τύπος γράφει για τη Θυσία του Ιερού ΕλαφιούΔευ 22 Μαϊ 2017
Κάνες 2017: Ο Γιώργος Λάνθιμος μιλάει για τις θυσίες του The Killing of a Sacred DeerCine Festival
Κυρ 15 Μαϊ 2016
Κάννες 2016: Όταν το ακατέργαστο τα βάζει με το έμπειρο

Άλλες τρεις ταινίες του διαγωνιστικού παρακολουθήσαμε σήμερα, αλλά σ’αυτή την ανταπόκριση θα διαβάσετε για τις δύο. Για την τρίτη θα αφιερώσουμε ξεχωριστή σελίδα αργότερα το απόγευμα, γιατί παρόλο που είναι νωρίς, τολμούμε να πούμε πως ναι, είδαμε τον Χρυσό Φοίνικα. Η μέρα λοιπόν ξεκίνησε με το Mal de Pierres (From the Land of the Moon) της Nicole Garcia και συνεχίστηκε με το American Honey της Andrea Arnold, με την πρώτη να έχει ως όπλο την έμπειρη και πολυβραβευμένη Μαριόν Κοτιγιάρ και την δεύτερη ένα ακατέργαστο αστέρι, την πρωτοεμφανιζόμενη Σάσα Λέιν.

Mal de Pierres - From the Land of the Moon (Γαλλία)

Γεννημένη το 1948 στην Αλγερία, η Nicole Garcia ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός το 1967, ενώ η πρώτη της σκηνοθετική δουλειά ήρθε το 1986, με την μικρού μήκους ταινία “15 August”, η οποία βρέθηκε στο φεστιβάλ των Καννών, χωρίς ωστόσο να αποσπάσει κάποια διάκριση. Άκαρπες αποδείχτηκαν κι οι άλλες δυο ταινίες της που βρέθηκαν στο επίσημο διαγωνιστικό των Καννών, o Αντίζηλος το 2002 με τον Ντανιέλ Οτέιγ και η Εκδοχή του Τσάρλι το 2006, ενώ μεσολάβησε το 2000 η συμμετοχή της ως μέλος της κριτικής επιτροπής. Φέτος επιχειρεί ακόμη μια φορά να διεκδικήσει τον Χρυσό Φοίνικα με ένα μεταπολεμικό ρομαντικό δράμα, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της ιταλίδας Μιλένα Άγκους που εκδόθηκε το 2006. Το σενάριο υπογράφει η ίδια, μαζί με τον ταλαντούχο Ζακ Φιεσί, με τον οποίο μετρούν ήδη αρκετές συνεργασίες. Κεντρική ηρωίδα, η Γκαμπριέλ (Μαριόν Κοτιγιάρ), μια νεαρή γυναίκα που προέρχεται από ένα μικρό χωριό της νότιας Γαλλίας, σε μια εποχή όπου το όνειρο της αληθινής αγάπης θεωρείται σκανδαλώδες ή ακόμα περισσότερο ένα δείγμα παραφροσύνης. Οι γονείς της την παντρεύουν με τον Χοσέ (Alex Brendemuhl), έναν τίμιο και αξιαγάπητο ισπανό αγρότη που παρά την αφοσίωση που της δείχνει, η Γκαμπριέλ ορκίζεται ότι ποτέ δεν θα τον αγαπήσει. Όταν θα επισκεφθεί τις Άλπεις για να θεραπεύσει τις πέτρες στα νεφρά της, θα γνωρίσει τον Αντρέ Σοβάζ (Louis Garrel) έναν τραυματία βετεράνο του πολέμου της Ινδοκίνας που καταφέρνει να αναζωπυρώσει το πάθος που έκρυβε θαμμένο μέσα της. Η Γκαμπριέλ θα του υποσχεθεί ότι θα το σκάσουν μαζί, κι ο Αντρέ μοιάζει να μοιράζεται τις ίδιες επιθυμίες μαζί της. Θα τολμήσει κανείς να της κλέψει το δικαίωμα να ακολουθήσει το όνειρό της;

Ένα ρομαντικό δράμα εποχής, που θέλει την Μαριόν Κοτιγιάρ ως άλλη Μποβαρί να ζει έναν παράφορο εξωσυζυγικό έρωτα, ικανό να την κάνει να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή της για χάρη του. Όλο το βάρος πέφτει πάνω της, με τον φακό της Garcia να την ακολουθεί ασταμάτητα, μη χάνοντας την παραμικρή έκφραση του προσώπου της και καταγράφοντας με ηδονοβλεπτκή διάθεση το κορμί της. Η ηρωίδα που υποδύεται είναι μια δυναμική, ασυμβίβαστη γυναίκα που παράλληλα όμως βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση, κάτι το οποίο η Κοτιγιάρ καταφέρνει να χειριστεί με χειρουργική ακρίβεια, κρατώντας ένα ήδη έντονο ρομαντικό δράμα σε ισορροπία. Η συμβολή της είναι σημαντική, αφού μια λάθος επιλογή πρωταγωνίστριας θα μπορούσε να οδηγήσει το όλο εγχείρημα σε ναυάγιο, αφού το σενάριο επικεντρώνεται στην δύσκολη συμπεριφορά της Γκαμπριέλ, στο ειδύλλιο που ακολουθεί και στις επιπτώσεις που έχει στην ψυχολογία της. Οι Louis Garrel και Alex Brendemuhl που την “συνοδεύουν” καταφέρνουν να υποστηρίξουν τον ρόλο τους, ωστόσο η Κοτιγιάρ καταφέρνει να τους καταπιεί. Η αναβίωση της εποχής αποτυπώνεται πιστά, ενώ η μουντή φωτογραφία υποστηρίζει την ψυχή της ηρωίδας.
Στο σύνολό του ένα ρομαντικό δράμα εποχής, που οφείλει την επιτυχία του κυρίως στην εξαιρετική υποκριτική ικανότητα της Κοτιγιάρ και που σε σημεία μπορεί να κουράσει με την δίωρη διάρκειά του, αλλά επιβραβεύει τον ανυποψίαστο θεατή με την ανατροπή στο τέλος του.
American Honey (Ηνωμένο Βασίλειο)

Έχοντας ήδη κερδίσει ένα Όσκαρ το 2003 για την μικρού μήκους ταινία “Wasp”, η Andrea Arnold συνέχισε εξίσου επιτυχημένα την πορεία της, καθώς οι δυο πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες της, Red Road (2006) και Fish Tank (2009) συμμετείχαν στο διαγωνιστικό των Καννών, απ’όπου έφυγαν με το βραβείο της Επιτροπής. Η κινηματογραφική διασκευή του διάσημου μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ, Ανεμοδαρμένα Ύψη, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κλασική μεταφορά, αλλά περισσότερο ένα κινηματογραφικό πείραμα, που ξεχώρισε για την φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν στο φεστιβάλ της Βενετίας το 2011. Σήμερα επιστρέφει στο φεστιβάλ που την αναγνώρισε δυο φορές στο παρελθόν με το American Honey, μια ταινία βρετανικής παραγωγής γυρισμένη στις ΗΠΑ, με πρωταγωνίστρια την ακατέργαστη Σάσα Λέιν ως Σταρ. Μια έφηβη που νιώθει ότι δεν έχει τίποτα να χάσει όταν αποφασίζει να αφήσει πίσω της την προβληματική της οικογένεια και να ακολουθήσει την ομάδα ενός ταξιδιωτικού περιοδικού, που διασχίζει με αυτοκίνητο την χώρα, πουλώντας συνδρομές από πόρτα σε πόρτα. Σύντομα η Σταρ θα προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής της υπόλοιπης απροσάρμοστης παρέας - ανάμεσά τους και ο αμφιλεγόμενος αμερικανός ηθοποιός Σία ΛαΜπεφ σ’έναν ρόλο που του πηγαίνει γάντι - την οποία και θα ακολουθεί στα σκληρά πάρτι, στις παρανομίες και στα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα.

Φρεσκάδα. Είναι η πρώτη λέξη που έρχεται στο νου, για να περιγράψουμε την ταινία της πολυτάλαντης Andrea Arnold, η οποία με κάμερα που συχνά τρεμοπαίζει, συνεργάζεται με πρωτοεμφανιζόμενους και ελάχιστους έμπειρους ηθοποιούς για να μεταφέρει την ενέργεια μιας παρέας νεαρών αμερικανών και μέσα από αυτούς να γνωρίσουμε κι άλλα “American Honeys” και κατ`επέκτασην την νοοτροπία και τις καθημερινές στιγμές ενός ολόκληρου λαού. Η νεαρή Σάσα Λέιν κουβαλάει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας πάνω της και η κάμερα φαίνεται να την λατρεύει. Συχνά ο Σία ΛαΜπεφ της κλέβει την δόξα, μέσα από τον ρόλο του τρελάρα Τζέικ, έναν ρόλο που σίγουρα δεν αποτελεί πρόκληση, αφού φαίνεται να είναι κομμένος και ραμμένος πάνω του.
Η Andrea Arnold καταφέρνει να κάνει την σκληρή κριτική της απέναντι στην σύγχρονη κοινωνία και το αμερικανικό επιχειρηματικό μοντέλο, χωρίς ίχνος διδακτισμού, παρουσιάζοντας μια ομάδα νέων που τυχαίνει να προέρχονται από προβληματικές οικογένειες, στα πρώτα τους μετεφηβικά βήματα. Ακολουθεί την ηρωίδα από την αρχή, εξηγώντας τα κίνητρα και τις συνθήκες που την οδήγησαν να αφήσει τα πάντα και ν’ακολουθήσει μια άγνωστη παρέα που εν τέλει θα την βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα τον έξω κόσμο. Η Arnold ρίχνει τον φακό με στοργή στους νέους ανθρώπους, στην ανάγκη τους να κάνουν υπερβάσεις, να αναζητούν είδωλα και να ανήκουν σε ένα κοινωνικό σύνολο.
To Spring Breakers του Χάρμονι Κορίν, βρήκε σίγουρα την πιο ώριμη εκδοχή του μέσα από αυτό το φιλμ, που ακόμα κι αν κουράσει με την μεγάλη διάρκειά του (160’), έχει φρεσκάδα, αυθεντικούς ήρωες, ακατέργαστους πρωταγωνιστές και πάνω απ’όλα έχει πολλά να πει για τις βάσεις αλλά και τις αξίες που αντλεί ένας νέος άνθρωπος, που ξεκινά από το μηδέν τη ζωή του.
--------
Διαβάστε επίσης:
Οδηγός για το 69ο Φεστιβάλ των Καννών
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!
Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.
Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.