ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...
- Αριθμός ταινιών: 22316
- Αριθμός συν/τών: 759967
- Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
Περιεχόμενα
Σάβ 30 Αυγ 2014
5Χ5 on Classics by Zisis: The Last of the WestΣάβ 28 Ιουν 2014
5Χ5 on Classic by Zisis: Wide Open SeaΣάβ 21 Ιουν 2014
5Χ5 on Classic by Zisis: Brit ComedyΣάβ 14 Ιουν 2014
5Χ5 on Classic by Zisis: True StoriesΣάβ 07 Ιουν 2014
5Χ5 on Classic by Zisis: Psycho StoriesIt`s a Classic!
Παρ 19 Μαρ 2004
The Talk of the Town - 1942

Το The Talk of the Town εμπεριέχει όλα τα συστατικά της πετυχημένης κινηματογραφικής συνταγής. Έναν έμπειρο σκηνοθέτη, τρεις λαμπρούς πρωταγωνιστές, μία πιασάρικη ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, ένα σενάριο που διαπραγματεύεται ένα σημαντικό κοινωνικό ζήτημα και έναν τρόπο εκφοράς που “παίζει” ανάμεσα στο slapstick και στην ρομαντική κομεντί. Παρ’ όλα αυτά δεν ανήκει - πάντοτε κατά την άποψή μου-, στις ταινίες που “ωριμάζουν” συν τω χρόνω, σ’ αυτές που αντέχουν. Μάλλον ανήκει σε αυτές που απλώς γερνούν, καθώς σήμερα αν και εξαιρετικά ευχάριστη στην παρακολούθησή της, οι προβληματισμοί της φαντάζουν λίγο κούφιοι και παρωχημένοι ενώ δεν είναι λίγα τα σημεία που τα ηθικοπλαστικά μηνύματα σωρεύονται κουραστικά.
Η εποχή που γυρίζεται η ταινία είναι μία εποχή γενικευμένου προβληματισμού. Ο Μεγάλος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, η Αμερική έχει ήδη πάρει μία γεύση καταστροφής με το Pearl Harbor και το Hollywood νιώθει την ανάγκη να σταθεί αρωγός στην αμερικανική κοινωνία. Σ’ αυτήν λοιπόν την δεκαετία που ξεκίνησε με ένα πόλεμο, παρατηρείται μία στροφή προς μία θεματολογία που αφορά σε κοινωνικά ζητήματα (Mrs Miniver, The Lost Weekend, Gentleman’s Agreement κ.λ.π.) Μία τέτοια τάση διαφαίνεται και στο The Talk of the Town το οποίο αν και δεν αποτελεί αμιγώς μία ταινία που αναλύει σε βάθος τέτοια ζητήματα ωστόσο εμπεριέχει προβληματισμούς που αφορούν στο πνεύμα και στο γράμμα του νόμου και που δεν είναι δυνατό να αφήσουν αδιάφορο τον θεατή. Η προβληματική της ταινίας δεν είναι άτοπη ωστόσο η γωνία που ορίζεται αφετηρία της και τα συμπεράσματα που προκύπτουν εξ αυτής είναι συχνά λίγο παραπάνω “ηχηρά” από το επιτρεπόμενο και ακόμη συχνότερα απλοϊκά. Ο τρόπος με τον οποίο όλα τακτοποιούνται στο τέλος δικαιώνει την αμερικανική κοινωνία και διαγράφει με μία μονοκονδυλιά την κριτική που ακροθιγώς της άσκησε η ταινία κατά την διάρκειά της. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό καθώς η ταινία διεκδικεί κυρίως τον τίτλο της κωμωδίας. Είναι όμως εμφανές, και ως τέτοιο το καταγράφω.

‘Άντε ακόμη δεν μαντέψατε?
Η ταινία διατηρεί κάποια στοιχεία screwball, δεν μπορεί όμως να φτάσει το επίπεδο των εξαιρετικών δειγμάτων αυτού του είδους της κωμωδίας που μας παρέδωσαν οι Hawks και Capra. Οι διάλογοι δεν είναι τόσο σπιρτόζικοι, ο ρυθμός αφήγησης δεν είναι σταθερός και η ταινία σε ορισμένα σημεία αντιμετωπίζει ένα εμφανές πρόβλημα ταυτότητας καθώς πηδάει από την κωμωδία στο ρομαντικό δράμα, με τους Grant και Arthur βέβαια να μπορούν να παρακολουθήσουν αυτές τις εναλλαγές, με τον Colman όμως να αδυνατεί.
Η σκηνοθεσία του Stevens είναι σφιχτή και αν θα εντόπιζα κάποιο πρόβλημα δεν θα ήταν τόσο στον τρόπο που δομούνται οι σκηνές ή στην αφηγηματική ικανότητα του σκηνοθέτη, όσο στις απότομες αυξομειώσεις της εσωτερικής έντασης που παρατηρούνται σε κάθε μία απ’ αυτές τις σκηνές και που προκαλούν ένα είδος κοιλιάς στον φιλμ. Ορισμένες σκηνές τραβούν ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον, μας καθηλώνουν και άλλες πάλι λειτουργούν απλώς διεκπεραιωτικά.

Η Jean Arthur αντιμετώπισε τον ρόλο με αυτήν την διακριτική εξυπνάδα που την χαρακτηρίζει και που την καθιστά κάθε φορά αξιομνημόνευτη. Χωρίς να μπορεί να αποποιηθεί την αυτοσαρκαστική της ικανότητα και την διάθεση της να διασκεδάζει τις υποψίες του θεατή ότι θα δει άλλη μία γλυκανάλατη κουκλίτσα να κρέμεται από τα χείλια του Cary Grant, μπαίνει σ’ αυτό το “παιχνίδι” και παίζει με τους όρους του και μη σας πω ότι στο τέλος καθορίζει και αρκετούς απ’ αυτούς. Αξιοποιώντας την κωμική της φλέβα, την ωριμότητά της ( είναι ήδη 42 ετών) αλλά και την χαριτωμένη παρουσία της ενσαρκώνει μία Nora Shelly, αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια ( και σκεφθείτε τι ικανότητα καταδεικνύει αυτό όταν οι δύο συμπρωταγωνιστές σου είναι ο Cary Grant και ο Ronald Colman).
Ο Ronald Colman από την άλλη δεν μπόρεσε να ενταχθεί στο κλίμα. Η ξύλινη παρουσία του - που σχεδόν απαιτείται στο πρώτο μισό του φιλμ- δυστυχώς δεν μαλάκωσε καθόλου στο δεύτερο μισό. Δεν διέθετε την ικανότητα να μεταπηδάει εύκολα από την μία κατάσταση στην άλλη, δεν κατάφερε να αλλάζει διαθέσεις, και εκείνο που κυρίως δεν πέτυχε ήταν να αφήσει στην άκρη το ύφος και το στήσιμο του ας-είναι-καλά-και-ας-μην-είναι-δική-μου γόη σε μελόδραμα της δεκαετίας του 30. Ο συνδυασμός κωμωδίας και ρομαντικής κομεντί, παρ’ όλο που δεν δυσκόλεψε τους δύο συμπρωταγωνιστές του για τον ίδιο δεν λειτούργησε τόσο καλά.
Τα μελλοντικά δείγματα δουλειάς του Stevens θα αποδειχθούν πολύ πιο διαχρονικά και σας αναφέρω ενδεικτικά το The More the Merrier. Ωστόσο και το The Talk of the Town είναι μία ταινία που τραβάει το ενδιαφέρον κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες. Α! Και στο σασπένς που αναπάντεχα δημιουργείται προς το τέλος σχετικά με τον ποιόν επιλέγει το κορίτσι.
Μα ακόμη δεν μαντέψατε? Αν είναι δυνατόν….
Βαθμολογία: 6/10
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!
Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.
Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.