Cineυρωπαϊκόν
Τρί 05 Οκτ 2004

Αδυσώπητη η (τηλεοπτική και φωτογραφική) επικαιρότητα· τη μια θηρεύει με σχεδόν πορνογραφική διάθεση εικόνες ειδεχθούς παιδοκτονίας και λίγα εικοσιτετράωρα μετά αναλώνεται αυτιστικά σε μικροπολιτικές ασημαντότητες. Μοιραία, ο εραστής της εικόνας παγιώνει τον προσωπικό του αυτισμό. Εθίζεται σε ένα θλιβερό ειδησεογραφικό καρουζέλ. Έτυχε να δω πρόσφατα για πρώτη φορά την εξαιρετική ταινία «
Αιχμάλωτος του Καυκάσου» (1996) του Ρώσου σκηνοθέτη
Sergei Bodrov και με θλίψη ανακάλεσα όλες τις ειδησεογραφικές «αναφλέξεις» των τελευταίων ετών περί της κρίσεως στη γενικότερη περιοχή του Καυκάσου («αναφλέξεις» ευθέως ανάλογες σε έκταση των λίτρων αίματος που τις προκαλούν).
Λίγες ημέρες μετά έτυχε να
διαβάσω για την – ευτυχώς όχι χωρίς αντίλογο - ομολογία δυσπιστίας απέναντι στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο του Ολλανδού υπουργού Πολιτισμού Gerrit Zalm στο Συμβούλιο υπουργών Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

καθώς και για τις χρηματοδοτικές περικοπές στην Ελλάδα γνωστού προγράμματος κινηματογραφικής εκπαίδευσης και για τις μειώσεις του προϋπολογισμού του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ίσως να πρόκειται απλά για θεωρία συνωμοσίας, όμως το ενδεχόμενο είναι σαφές: δεδομένης της ιμπεριαλιστικής τηλεοπτικής αποχαύνωσης και του πενιχρού μέσου όρου κατά κεφαλήν ενημέρωσης και καλλιέργειας (μιλώντας τουλάχιστον για την Ελλάδα), μια τέτοια αυτοϋπονόμευση του ήδη ασθενικού ευρωπαϊκού – πόσο μάλλον του εγχώριου – κινηματογραφικού πολιτισμού, επισπεύδει τη χαριστική του βολή. Τουλάχιστον συνετό θα ήταν λοιπόν, ακόμα κι αν η φθορά του ευρωπαϊκού σινεμά μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό, πριν αυτάρεσκα περιφρονήσουμε -με αφορμή ένα
Fahrenheit 9/11 - την εξωφρενική άγνοια και εθελοτυφλία του αμερικανικού λαού απέναντι στην εξωτερική πολιτική της χώρας του («τυχαίο» το παράδειγμα), να κοιτάξουμε έστω για λίγο την επικίνδυνα διογκούμενη καμπούρα μας. Κλείνω εσπευσμένα την παρένθεση και επικεντρώνομαι σε μία από τις ταινίες που διαφοροποιούν αισθητά -από άποψη προσανατολισμού- και κάνουν περήφανο -και με το δίκιο του- το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά. Απαραίτητη όμως μοιάζει πρώτα μια σύντομη ψηλάφηση του παρελθόντος.
Την απαρχή της εμπόλεμης ιστορίας των λαών του Καυκάσου – του Far West της Ρωσίας κατά τον Αμερικανό πολιτικό αναλυτή Robert Kaplan – δεν πρέπει να την ψάχνει κανείς μέσα στον προηγούμενο αιώνα. Ήδη από τον 16ο αιώνα οι Κοζάκοι πολεμούσαν σφοδρά τους

μουσουλμάνους του Βορείου Καυκάσου. Η επέκταση της τσαρικής πολυεθνικής αυτοκρατορίας προς το Νότο στην ουσία άλλαξε μόνο όνομα μετά την Επανάσταση του 1917 – παρότι στο πρώτο σοβιετικό Σύνταγμα καταγραφόταν ρητά ένα από τα βασικότερα συνθήματα της Επανάστασης, αυτό του δικαιώματος εθνικής αυτοδιάθεσης των υπόδουλων λαών. Με πρόσχημα την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», ο Στάλιν (πρώτος «υπουργός» των εθνοτήτων της λενινικής κυβέρνησης των Μπολσεβίκων) πάτησε ουσιαστικά στα χνάρια του βάναυσου τσαρικού κράτους για να κρατήσει ενωμένο το εύθραυστο σοβιετικό παζλ των «ανεξάρτητων» δημοκρατιών, γεγονός που διαιώνιζε την καταπίεσή τους - εθνική και κοινωνική. Μεταξύ των ετερογενών αυτών εθνοτήτων ανήκουν και οι περίφημοι ορεσίβιοι Τσετσένοι. Παρότι οι τελευταίοι ανακήρυξαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης την ανεξαρτησία τους, το Κρεμλίνο και οι σύγχρονοι Ρώσοι στρατοκράτες αποδείχθηκαν χειρότεροι από τους σοβιετικούς προγόνους τους, προκειμένου να διασφαλίσουν τα διερχόμενα από την Τσετσενία πετρέλαια της Κασπίας. Η αφανιστική δράση τους (κυριολεκτική γενοκτονία των Τσετσένων), συνεπικουρούμενη από την προκλητική διπλωματική απουσία Ευρώπης και ΗΠΑ, λογικό ήταν να προκαλέσει αντίδραση (ανταρτοπόλεμο και τρομοκρατικές επιθέσεις αυτοκτονίας) και μάλιστα στην πιο ακραία εξισλαμισμένη της μορφή.
Η πραγματικότητα μοιάζει τόσο αδιάλλακτη όσο η σημερινή στάση του προέδρου Πούτιν, ωστόσο ο
Sergei Bodrov άφησε στην άκρη εθνικά γόητρα και οικονομικές σκοπιμότητες για να μιλήσει με γλώσσα ειλικρινή και εγκάρδια - απόσταγμα ανθρωπισμού. Κακά τα ψέμματα, αν είχε δεύτερη επιλογή αυτή θα ήταν μόνο η στρατευμένη κινηματογράφηση. Όπως εξόφθαλμα στρατευμένο υπέρ των Ρώσων ήταν το – πριν ενάμισι αιώνα γραμμένο - κλασικό διήγημα του
Tolstoy στο οποίο βασίστηκε το σενάριο. Γεγονός πάντως που αποδεικνύει περίτρανα πως ο πόλεμος εδώ και αιώνες καλά κρατεί· μόνο οι αιτίες του αλλάζουν.

Η ιστορία, φιλμαρισμένη κοντά στην Τσετσενία (στη δημοκρατία του Νταγκεστάν) και με τους ντόπιους χωρικούς να υποδύονται τους εαυτούς τους, διατηρεί ακόμα και στο γραπτό λόγο μιαν αίσθηση καυκάσιας λιτότητας: δύο Ρώσοι στρατιώτες, ο σκληροτράχηλος Σάσα (
Oleg Menshikov) και ο νεοσύλλεκτος Βάνια (
Sergei Bodrov Jr. - ο γιος του σκηνοθέτη), οδηγούνται σε ένα απομονωμένο χωριό του Καυκάσου ως προσωπικοί αιχμάλωτοι του τοπικού μουσουλμάνου πατριάρχη (
Dzhemal Sikharulidze), ο οποίος προσπαθεί να τους ανταλλάξει με το δικό του γιο, αιχμάλωτο του ρωσικού στρατού. Παρότι ανένδοτο, το μακραίωνο τείχος μίσους γίνεται εν τέλει διάτρητο από σφαίρες συναισθηματικής ειλικρίνειας και συμπόνοιας – τόσο μεταξύ των δύο Ρώσων όσο κυρίως μεταξύ αυτών και των δεσμοφυλάκων τους. Αφού πήραν στα χέρια τους τα όπλα – μοιάζει να λέει ο
Bodrov – οι άνθρωποι σκότωσαν πριν από τα σώματα τα συναισθήματά τους. Και το κενό το γέμισαν με φανατισμένο μίσος. Είναι η βασική, συμπαντική αρχή κάθε πολέμου - και πρώτη ύλη για κάθε αντι-πολεμική ρήση. Μια ρήση που ο
Sergei Bodrov δεν υποβιβάζει σε ευχολογική κενολογία, αλλά με καθαρό βλέμμα και δραματουργική διαύγεια μετατρέπει - στο νου τού σε εγρήγορση θεατή - σε ανατριχιαστικά επίκαιρη πολιτική θέση: Η μόνη διεθνοποίηση που επιδέχεται το Τσετσενικό δεν έχει να κάνει με καμία παγκόσμια ισλαμική «τρομοκρατία», αλλά με την απροσχημάτιστη σαθρότητα και σηψαιμία της ανθρώπινης ψυχής· την ενστικτώδη θωράκιση της εγωτικής κυριαρχίας. Την ίδια διεθνοποίηση επιδέχεται το Παλαιστινιακό, η κατοχή του Ιράκ και όλες οι συγγενείς διαμαρτίες της ανθρώπινης Ιστορίας.
Την ταινία, εκτός από πλήθη θεατών εντός και εκτός Ρωσίας, παρακολούθησαν μέλη του ρωσικού Κοινοβουλίου και ο τότε πρόεδρος Γιέλτσιν. Του άρεσε πολύ – λέει. Ποιος ξέρει, ίσως να

αναγνώρισε το μέγιστο σφάλμα του, να συνειδητοποίησε στο πανί τον πολιτικό του πρωτογονισμό, ίσως να έφτασε πιο κοντά στον ψυχολογικό συμβιβασμό με την εξευτελιστική ήττα των ρωσικών δυνάμεων στο τέλος του πρώτου τσετσενικού πολέμου (τη χρονιά παραγωγής της ταινίας)· ίσως πάλι να βρήκε ανακουφιστικό καταφύγιο στην πηγαία διαπίστωση του
Sergei Bodrov: «Σ’ έναν πόλεμο και οι δύο μεριές έχουν το ίδιο δίκιο και άδικο». Μόνο που ο τελευταίος ήταν δημιουργός που μίλησε με την καρδιά· πόνεσε και για τις δυο μεριές· έψαξε και βρήκε πέρα από τον πολιτισμό, στον απόκρημνο «Καύκασο» (στον εντός του πόλεμο), τα κατάλοιπα μιας ασθμαίνουσας ανθρωπιάς. Συνειδητοποίησε ωστόσο εξ αρχής πως είναι μάταιο να ελπίζεις – ίσως και βασανιστικό. Γι’αυτό, το μόνο που φρόντισε ήταν να προλάβει να ποτίσει το φιλμ του με το εκχύλισμα ψυχής που τα πολεμικά ελικόπτερα στο φινάλε πάνε να ξεπαστρέψουν.