• ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...

  • Αριθμός ταινιών: 22316
  • Αριθμός συν/τών: 759967
  • Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
Περιεχόμενα

Τετ 25 Ιαν 2012

La Proie

Τετ 28 Δεκ 2011

En Familie - Μια Οικογένεια

Τετ 30 Νοε 2011

Carlos - η τηλεταινία

Τετ 12 Οκτ 2011

Troll Hunter - Κυνηγός Τρολ

Τετ 31 Αυγ 2011

Flores Negras - Μαύρα Λουλούδια

Cineυρωπαϊκόν


Τρί 02 Νοε 2004

Σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού: Το Μίσος (και ο φασισμός)




Υπάρχουν στιγμές που θυμάμαι εκείνο το θλιβερό μάθημα του λυκείου (πόσο μάλλον του γυμνασίου) και εξοργίζομαι και μόνο στην ανάμνηση του τίτλου: Έκθεση Ιδεών. Ιδεών προκατασκευασμένων, υπογραμμισμένων με χρώματα, βαλμένων στη σειρά με αστερίσκους και βελάκια, ιδεών προορισμένων να θρέψουν 4-5 παραγράφους ιδεαλιστικής και απίστευτα ηθικολογικής φλυαρίας. Κάπου εκεί – γύρω από το «sos» θέμα της Βίας - πρωτάκουσα τις γνωστές παρλαπίπες: η βία οφείλεται στην τεχνολογική ανέλιξη, στις οπαδικές ψυχώσεις, στην παιδευτική ανεπάρκεια και το κοινωνικό περιβάλλον του εγκληματία· ακόμα και στο γονιδίωμά του. Αιτιολόγηση επιδερμική και σοβαροφανής, αλλά επαρκέστατη ως τεκμήριο τυφλής επιβράβευσης. Την ίδια περίοδο των λυκειακών χρόνων έτυχε να δω ένα οργισμένο, ωστόσο ευθύβολο φιλμικό πόνημα: Το μίσος (La haine) του Mathieu Kassovitz. Το σοκ μεγάλο, η σύγχυση αναπόφευκτη: καμία από τις ως τότε «πλασαρισμένες» αιτίες της βίας δεν επαρκούσε στο μυαλό μου. Μάλλον θα φταίει η αστυνομία – σκέφτηκα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

«Μια κοινωνία που πέφτει...»

Μία αφηγηματική μέρα ήταν αρκετή για τον 28χρονο –τότε– Kassovitz. Μία μέρα κατά την οποία οι τρεις ήρωές του – ο Εβραίος Vinz (ο άρτιος Vincent Cassel), ο Άραβας Said (Said Taghmaoui) και ο Αφρικανός Hubert (Hubert Kounde) – βιώνουν τη δική τους ποινικοποιήμενη καθημερινότητα. Στοιβαγμένοι στο αστικό προλεταριάτο του Παρισιού, συνεχώς αντιμέτωποι με την ανέχεια και τις συμπλοκές με την αστυνομία, γκετοποιούν τις προοπτικές και τα όνειρά τους, αναζητώντας κοινωνική (συνεπώς και προσωπική) ταυτότητα. Παιδιά φτωχών μεταναστών που δεν πάνε στο σχολείο, νέοι των απορρυθμισμένων προαστίων της κρατικής εγκατάλειψης που δέχθηκαν πρόθυμα το αμερικανικό μόσχευμα της αντιεξουσιαστικής ραπ κουλτούρας, «τιτλούχοι» του κοινωνικού περιθωρίου που ματώνουν και μόνο που κοιτούν τα πολιτιστικά «συρματοπλέγματα» που τους χωρίζουν από τη φιλήσυχη πλειοψηφία, έως και κατ’ εξακολούθησιν μικροπαραβάτες, οι αντι-ήρωες του Kassovitz είναι οι φορείς εγκληματικότητας που πολιτικοί και δημοσιογράφοι θέλουν να παρουσιάζουν ως την πηγή του κοινωνικού κακού. Είναι ουσιαστικά αποκοινωνικοποιημένοι άνθρωποι, απλοί αριθμοί στο άθροισμα των σύγχρονων «προληπτικών πογκρόμ», «εν δυνάμει εγκληματίες» στα χέρια μιας κατασταλτικής κρεατομηχανής – και όχι ενός συστήματος πρόνοιας – που τους ωθεί όλο και περισσότερο στην αυτοδικία.

Παρότι μονταρισμένα στο ρυθμό της ...αναπνοής των τριών ηρώων και δυναμικά φιλμαρισμένα σε απόσταση αναπνοής από τις πράξεις τους, τα πλάνα-γροθιές του ορμητικού Kassovitz χτίζουν - με σεναριακό υπομόχλιο ένα χαμένο όπλο αστυνομικού που βρέθηκε στα χέρια ενός εκ των ηρώων - μια στοιχειώδη χαρακτηρολογία: ο Vinz (μια περσόνα εξόφθαλμα, αλλά όχι τυχαία εμπνευσμένη από εκείνη του Ταξιτζή Travis Bickle) είναι ο παρορμητικός, ο συναισθηματικά χειμαρρώδης, ο Said είναι ο αφελής (αλλά και καιροσκόπος), ενώ ο Hubert ο ορθολογιστής. Μείγμα προσωπικοτήτων ετερόκλιτο, άρα και ασταθές – μια ιδιοσυγκρασιακή μικρογραφία κοινωνίας. Μείγμα όμως που δεν διαλύεται γι’αυτό στα συστατικά του, αλλά ενισχύει τη συνοχή του μπροστά σε μια παγιωμένη αβεβαιότητα: υλική, οικογενειακή, σωματική, πνευματική. Το μόνο βέβαιο είναι το ανέλπιδο παρόν, η εύλογη αντίδραση του καταπιεζόμενου, η βία ως ανταπάντηση, ως δευτεροπαθές σύμπτωμα μιας άλλης βίας: της πολιτικής μονοτροπίας και αυθαιρεσίας στο έδαφος της ταξικής πραγματικότητας· της βίας του ισχυρού, του κοινωνικού ρατσισμού. Το μόνο βέβαιο λοιπόν είναι μια αιρετική ευχή: να σβήσει ο πύργος του Άιφελ, το φως της «πόλης του φωτός».

Το αστυνομικό κράτος

Όλα μοιάζουν ως εδώ με αριστερίστικη καταγγελία. Ίσως δίκαια. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι πως ο Mathieu Kassovitz δεν στοχάζεται άμεσα πολιτικά. Κατοπτεύει απλά μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνική παθογένεια και εμμέσως την αναλύει: έκδηλο σημείο αναφοράς του είναι η κλιμάκωση της ποινικοποίησης στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και η βασικότερη παρενέργεια αυτής, η αστυνομική αυθαιρεσία. Η υπόνοια σαφής: Το νεοϋρκέζικο μοντέλο της «μηδενικής ανοχής» μετεμφυτεύθηκε στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Υπό το βάρος των εσχατολογικών θεωριών και της υπερτροφικής κοινωνικής ανασφάλειας, η εγκληματογένεση αποκτά πλέον αιτία μόνο (γελοίου) ιδεολογικού περιεχομένου: ο σημερινός μικροπαραβάτης είναι ο αυριανός βίαιος εγκληματίας. Για να καταπολεμηθεί το έγκλημα στη ρίζα του πρέπει λοιπόν να επιβληθεί μια απόλυτη ευταξία στις κακόφημες, εξαθλιωμένες περιοχές. Καμία ανοχή απέναντι στους «εν δυνάμει εγκληματίες», τους φτωχούς μετανάστες, τους τοξικοεξαρτημένους, τους «περιθωριακούς», όσους γράφουν στους τοίχους ή κολλάνε αφίσες. Το έγκλημα παύει να είναι οργανωμένο ή οικονομικό, να αφορά χρηματιστηριακές καταχρήσεις, παραβάσεις του εργατικού δικαίου ή του φορολογικού κώδικα· το έγκλημα ελλοχεύει εκεί που αυξάνεται ο φόβος του εγκλήματος, στα υποβαθμισμένα προάστια. Έτσι αποκτά μορφή (και φυλή), παύει να είναι απρόσωπο. Μοιραία, γκετοποιείται.

Ο αστυνομικός πληθωρισμός ωστόσο, μπορεί να μειώνει μηχανικά το ποσοστό εγκληματικότητας, μπορεί να κολακεύει τα ανταποδοτικά ένστικτα του «ευάλωτου» πολίτη, μπορεί να τροφοδοτεί τον εύκολο δημοσιογραφικό εντυπωσιασμό, αλλά απλά αναγκάζει τη δυστυχία να μετακομίσει λίγο παρακάτω. Και το χειρότερο είναι πως μεταθέτει τη βία εντός των αστυνομικών τμημάτων. Η αντίδραση μοιραία πολλαπλασιάζεται, γίνεται μίσος. Η αντανακλαστική ποινική καταστολή – στα όρια της υποτίμησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας – επιδεινώνει εν τέλει το «κοινωνικό απόστημα» το οποίο υποτίθεται πως θεραπεύει· μετατρέπεται ουσιαστικά σε μια εγκληματογόνο μηχανή που δρα με μηχανισμούς εγκλήματος. Και κάθε πλάνο της ταινίας το μαρτυρά αυτό: το χέρι των νεαρών συνεχώς σχηματίζει την απειλή ενός όπλου. Κι αν τύχει να έχεις πραγματικό όπλο, τότε «αυτό σε κάνει αφεντικό».



«Ακροδεξιοί, αλλά όχι ρατσιστές...»

Παραμερίζοντας το πραγματικό αντικείμενο του κοινωνιολογικού στοχασμού που έθετε με άμεσο τρόπο ο Kassovitz και με προφανή αφορμή την ειρωνική διαπίστωση του έγχρωμου Hubert για τους γάλλους αστούς («Ακροδεξιοί, αλλά όχι ρατσιστές...») ο λόγος πολλών κριτικών (και μη) περιορίστηκε την περίοδο που κυκλοφόρησε η ταινία (και αφού απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών το 1995) στο θέμα της νοσηρής άνθισης ακροδεξιών τάσεων στη γαλλική – και κατ’ επέκταση στην ευρωπαϊκή- πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικά, ο αμερικανός κριτικός Roger Ebert έγραφε (με ένα συγκεκαλυμμένα ρεβανσιστικό ύφος) για το πόσο μονολιθικά έχουν γίνει τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη, αναφέροντας ως παράδειγμα ενδεικτικό την εκλογική δύναμη στη Γαλλία που έχουν πολιτικά εξαμβλώματα τύπου “Εθνικό Μέτωπο” (το κόμμα του Ζαν-Μαρί Λε Πεν). Αυτό σίγουρα αποτελεί μια αλήθεια: από τη μία, ο μέσος – λεγόμενος – πολίτης, διαπιστώνοντας πως απειλείται η ατομική του ασφάλεια, κραυγάζει για μια κοινωνική ανισότητα. Από την άλλη, ο μηχανισμός της «μηδενικής ανοχής» κατασκευάζει εκ του μηδενός «εγκληματίες» και το χειρότερο, τους ταυτίζει με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Μια δημοκρατική και ανεκτική κοινωνία μοιραία λοιπόν – στο όνομα της απειλούμενης ασφάλειάς της – αποκτά ρατσιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά, ηδονικά γλυστρά στον ιδεολογικό πυρήνα της εξτρεμιστικής δεξιάς. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια – και δυστυχώς σ’αυτήν φαίνεται να περιορίζεται και ο νεαρός Mathieu Kassovitz, επαληθεύοντας την αδυναμία ακόμα και των πιο ευαίσθητων ερμηνευτών των κοινωνικών και ιστορικών μηνυμάτων να απεγκλωβιστούν από τον τρόμο που προκαλούν παρελθοντικά σύμβολα σκοταδισμού (εν προκειμένω, ο ναζισμός) και να διακρίνουν τα νέα τους προσωπεία.

Πρώτα απ’ όλα, αν κάποιος θελήσει να μιλήσει για πραγματική εκλογική δύναμη ενός πολιτικού κόμματος σε μια χώρα στην οποία η ψηφοφόροι έχουν δικαίωμα αποχής, σοφό θα ήταν να μελετήσει αυτό το ποσοστό αποχής (στη Γαλλία συγκεκριμένα, το 1/5 του πληθυσμού σταθερά απέχει την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας ακόμα και το ¼). Πέρα απ’ αυτό, οφείλει να εμβαθύνει στους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση του εκλογικού και κοινωνικού φαινομένου - εν προκειμένω, της καταξίωσης ενός Λε Πεν (ή ενός Χάιντερ στην Αυστρία, ενός Καρατζαφέρη στην Ελλάδα κλπ). Το συμπέρασμα είναι πιο τρομακτικό κι από καθεαυτή την καταξίωση: είναι η κυβερνώσα («σοσιαλιστική» ή νεοφιλελεύθερη) πολιτική τάξη της Ευρώπης που ουσιαστικά θρέφει τέτοια φαινόμενα. Αδιαφορώντας προκλητικά για τα προβλήματα των λαών και έχοντας χάσει εμφανώς – πνιγμένη σε πελάγη διαφθοράς και αναποτελεσματικότητας - την επαφή της με τις πραγματικές τους προσδοκίες, τα ακροδεξιά κόμματα μετατρέπονται σε «κυτία παραπόνων» για τους ψηφοφόρους. Τυπικό παράδειγμα, το οποίο άπτεται του σχολίου του Kassovitz στο Μίσος, αποτελεί η στάση των γαλλικών κυβερνήσεων απέναντι στο μεταναστευτικό: η λεγόμενη «πληθυντική» αριστερά του Λιονέλ Ζοσπέν απέτυχε πλήρως στο θέμα υποδοχής και σεβασμού των δεκάδων χιλιάδων μεταναστών, αρνούμενη τόσο να νομιμοποιήσει την παραμονή τους - χαρίζοντας έτσι απλόχερα χιλιάδες φτηνά εργατικά χέρια στους κατενθουσιασμένους εργοδότες – όσο και να σταματήσει να ποινικοποιεί τη φτώχεια. Κι ενώ οι συνδικαλιστές της κομμουνιστικής εργατικής συνομοσπονδίας (απηυδημένοι από τα σαρωτικά κύματα απολύσεων και την προκλητική απραξία του ΚΚΓ) δήλωναν ευθαρσώς πως πια θα ψήφιζαν Λε Πεν (!), το εκλογικό σώμα ανέδειξε τελικά την ρεπουμπλικανική δεξιά του Ζακ Σιράκ έναντι του ακροδεξιού «φασίστα». Τα πράγματα όμως παρέμειναν ίδια: κοινωνικός αποκλεισμός και καταστολή σε βάρος των μεταναστών. Αλλά τώρα υπήρχε κι ένας επιπλέον λόγος: το «γλύψιμο» των ψηφοφόρων του Λε Πεν, μετατρέποντας την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε θέαμα που ικανοποιεί τις ρατσιστικές τους φαντασιώσεις. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται, καθώς το μονοπώλιο του φόβου για τον (κάθε) Λε Πεν δίνει τροφή στον πραγματικό, πίσω από μάσκες, φασισμό.

Η αυταπάτη...

Εν ολίγοις, φοβόμαστε αντανακλαστικά τη θέα της σβάστικας, τις σιδερογροθιές των νεοναζιστών, τρέμουμε το ρατσισμό των ακροδεξιών εθνικιστών όταν εμφανίζονται στο πολιτικό πεδίο, την ολοκληρωτική νοοτροπία της βίας και της κατάλυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πρεσβεύουν, όμως αυτό που φοβόμαστε είναι μόνο συνειρμοί βάσει παρωχημένων αναλογιών. Και εκεί έντεχνα μονοπωλείται το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης – γεγονός αμείλικτο, ίσως πιο επικίνδυνο κι από μια ενδεχόμενη επανάληψη χιτλερικών φρικαλεοτήτων. Κι αυτό γιατί άνετα αγνοούνται ή παραθεωρούνται σήμερα νοοτροπίες και πρακτικές γνήσιου φασισμού: το παλαιστινιακό «ολοκαύτωμα» λόγου χάριν που διαπράττει το Ισραήλ, περιφρονώντας απροκάλυπτα τον αναποτελεσματικό ΟΗΕ ή οι αναλύσεις του Huntington για την de facto υπεροχή του δυτικού πολιτισμού έναντι οποιουδήποτε άλλου είναι «ψιλά γράμματα» προφανώς για την σκεπτόμενη Ευρώπη. Ο Mathieu Kassovitz είχε δείξει σημάδια οξυδερκούς και κοινωνικά ευαίσθητης γραφής με τις δύο πρώτες ταινίες του (το Μίσος ήταν η δεύτερη). Δημιούργησε υψηλές προσδοκίες και αισιοδοξία πως το νεορεαλιστικό του φιλμικό κύμα θα έβγαζε το ευρωπαϊκό σινεμά από την αυτιστική του νηνεμία. Ποιος ξέρει, ίσως με ένα ακόμα Μίσος να κατάφερνε να καταδείξει την ευρωπαϊκή αυταπάτη. Εκείνος ωστόσο προτίμησε τελικά την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κι εγώ έμεινα εδώ, να γράφω άλλη μια Έκθεση Ιδεών.


 
 
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!

Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.