• ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...

  • Αριθμός ταινιών: 22316
  • Αριθμός συν/τών: 759967
  • Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
It`s a Classic!


Παρ 11 Φεβ 2005

Raging Bull - 1980




Μοιάζει λίγο οξύμωρο μία ταινία που πραγματεύεται το βύθισμα ενός ανθρώπου στις ψυχώσεις του και την πορεία προς την (αυτο)καταστροφή να αποτελεί σανίδα σωτηρίας για τον δημιουργό της. Όμως έτσι είναι τα πράγματα.

Την εποχή που ο Robert De Niro ενθουσιάζεται με την αυτοβιογραφία του πρωταθλητή μεσαίου βάρους στην πυγμαχία Jake La Motta , ο Scorsese αγωνίζεται να ξεφύγει από τον εφιάλτη των ναρκωτικών. Όταν ο De Niro πετάει την αυτοβιογραφία του La Motta στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου και νοσηλεύεται ο Marty, λέγοντάς του ότι αυτός πρέπει να είναι ο επόμενος κινηματογραφικός τους στόχος, δεν γνωρίζει ότι αυτή είναι η κουβέντα που θα αφυπνίσει τον μεγάλο σκηνοθέτη και θα τον αναγκάσει να επιστρέψει στα πλατό προκειμένου να γυρίσει ένα κλασσικό αριστούργημα, ένα από τα καλύτερα biopics που γυρίστηκαν ποτέ, αναμφισβήτητα την καλύτερη ταινία της δεκαετίας του 80 και αυτή που θα έπρεπε να είχε φέρει στα χέρια του Marty το πολυπόθητο αγαλματάκι της Ακαδημίας.

Το θέμα της ταινίας είναι η ζωή του Jake LaMotta, πρωταθλητή της πυγμαχίας, ο οποίος μεσουράνησε στις δεκαετίες 40 και 50 και έμεινε θρυλικός για της περίφημες αναμετρήσεις τους με τον επίσης αήττητο Sugar Ray Robinson αλλά και για τον θερμοκέφαλο, νευρωτικό και μονοδιάστατο χαρακτήρα του που τον οδήγησε στην χειρότερη δυστυχία: την απώλεια όλων όσων των αγάπησαν.

Το σενάριο βασίστηκε, όπως ήδη ανέφερα, στην αυτοβιογραφία του Jake La Motta όμως το τελικό πόνημα είχε τις υπογραφές του Paul Schrader του Taxi Driver και του Mardik Martin του Mean Streats. Ο Scorsese ξεκίνησε να γυρίσει το φιλμ έχοντας στα χέρια του ένα υπέροχα σκοτεινό σενάριο που πραγματευόταν όχι την ζωή και την ατμόσφαιρα στα ρινγκ και τις παρασκηνιακές δολοπλοκίες και στρατηγικές που έχριζαν ματωμένους πρωταθλητές και έκαναν πλούσιους διεφθαρμένους παρατρεχάμενους, αλλά τους προσωπικούς δαίμονες του ήρωά μας, ο οποίος παρέλυε από την ζήλια για την σύζυγό του, από την σεξουαλική του ανασφάλεια και από την αδυναμία να αγαπήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Θα διαπιστώσετε ότι πολύ λίγο καταπιάνονται, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, με το καθαυτό θέμα των αγώνων της πυγμαχίας. Και παρ’ όλο που η ταινία είναι διάσημη για τις σκηνές στο ρινγκ, αυτές τις 8 - αν θυμάμαι καλά- σκηνές, θα πρέπει να σας πω ότι αυτό οφείλεται στον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο είναι γυρισμένες και όχι στην διάρκειά τους. Οι σκηνές αυτές διαρκούν στο σύνολό τους 10 λεπτά ή κάτι λίγο παραπάνω. Η ταινία διαρκεί πάνω από δύο ώρες.

Ο Marty επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του ανθρώπου που βυθίζεται στο έρεβος των προσωπικών του αδιεξόδων και όχι του πρωταθλητού και της πορείας του προς την καταξίωση. Ο Jake La Motta είναι ένας άνθρωπος ανίκανος να αντιπαρέλθει τις προσωπικές τους ανασφάλειες. Βαθύτατα ανώριμος χρεώνει στο κοντινό του περιβάλλον κάθε τι που του πηγαίνει στραβά, αδυνατώντας να προβεί στην ενδοσκόπηση που τελικά θα του αποδείκνυε ότι οι ευθύνες για ό,τι τον κατατρύχει είναι αποκλειστικά δικές του. Η χαμηλή του αυτοεκτίμηση τον οδηγεί στην κατάχρηση της βίας και της εξουσίας που ασκεί πάνω στην γυναίκα του και στον αδελφό του και σταδιακά τον καταδικάζει στην μοναξιά. Ο Jake La Motta ανασφαλής συναισθηματικά και σεξουαλικά και μάλλον χαμηλών πνευματικών ικανοτήτων, φαίνεται να έχει το σύμπλεγμα που ο Freud ονόμασε The Madonna-Whore Complex. Η γυναίκα είναι για αυτόν ένα ιδανικό όταν είναι αγνή και ανέγγιχτη και αμέσως μετά την φυσική επαφή (ακόμη και μαζί του) μετατρέπεται σε ένα καθ’ έξιν άπιστο θηλυκό. Υπάρχει μία σκηνή όπου η γυναίκα του Jake κάνει μία ατυχή παρατήρηση για την εξωτερική εμφάνιση ενός αντιπάλου του άντρα της, μία παρατήρηση μάλλον αδιάφορα ειπωμένη. Αυτή είναι που θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Εφεξής ο ήρωας θα βασανίζεται διαρκώς από τις υποτιθέμενες απιστίες της νεαρής συζύγου του, η οποία τελικώς μάλλον του ήταν πιστή και τον αγαπούσε βαθιά, και θα βλέπει γύρω του επίδοξους εραστές της, ακόμη και στο στενό του περιβάλλον, ακόμη και στο πρόσωπο του πιστού του αδελφού. Η σκηνή της άδικης επίθεσης στον αδελφό του αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της παρανοϊκής του ζήλιας αλλά και την αρχή της τιμωρίας του.

Πολύ συχνά αναρωτιέμαι ποια είναι η συμβολή των σκηνών του ρινγκ στην ολοκλήρωση του πορτραίτου του ήρωα. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω, είναι τελικά αποτέλεσμα μίας σκέψης που μοιάζει με μονόδρομο. Ο ήρωάς μας εξιλεώνεται στο ρινγκ. Ο χώρος του ρινγκ είναι για αυτόν χώρος κάθαρσης και (αυτο)τιμωρίας για τα κρίματα της προσωπικής του ζωής και για την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της χωρίς να καταφεύγει στην βία. Και απ’ αυτήν την οπτική γωνία κρίνοντας, η παράθεση των σκηνών πυγμαχίας στις συγκεκριμένες χρονικά στιγμές είναι απλώς μεγαλοφυής. Η δε εναλλαγή των γρήγορων cuts και των slow motion, στην οποία στηρίζεται ο σκηνοθέτης προκειμένου να αποδώσει αυτές τις σκηνές υπογραμμίζει την σκηνοθετική δεξιοτεχνία του.

Οι σκηνές της πυγμαχίας είναι εξαιρετικά γυρισμένες. Το μοντάζ έκανε θαύματα και ο τρόπος με τον οποίο ο Scorsese οδηγεί την κάμερα είναι υπέροχα ενοχλητικός. Η μικρή παραμόρφωση που κάνει το ρινγκ να φαντάζει πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι, κάνει τις σκηνές τρομερά εσωστρεφείς και υποκειμενικές. Μοιάζει να βλέπουμε το ρινγκ μέσα από τα μάτια του Jake, ο οποίος έτσι και αλλιώς αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα παραποιημένη. Ο Ebert παρατηρεί ότι σκηνοθέτης και μοντέρ αποδίδουν τις σκηνές της πυγμαχίας σαν μονομαχίες οι οποίες δεν βασίζονται σε στρατηγική αλλά σε καθαρά, σκληρά χτυπήματα. Η κάμερα βρίσκεται μέσα στον ρινγκ καθ’ όλη την διάρκεια των εν λόγω σκηνών αλλάζοντας με μεγάλη ευκολία γωνίες και δημιουργώντας ένα σχεδόν κλειστοφοβικό περιβάλλον. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν τα πράγματα στο σκοτισμένο μυαλό του Jake La Motta. Η σκληρότητα των χτυπημάτων είναι πρωτόγνωρη και παρ’ όλο που κάποιοι κριτικοί ισχυρίζονται ότι ο Marty μπορεί να επέλεξε να γυρίσει την ταινία σε ασπρόμαυρο φιλμ ακριβώς για να μην σοκάρει τον θεατή η θέα του αίματος που ξεπηδά από τα χτυπημένα πρόσωπα των πυγμάχων, εγώ θα διαφωνήσω. Ο Scorsese προτίμησε το ασπρόμαυρο φιλμ γιατί έτσι αντιλαμβάνεται τον κόσμο ο ήρωάς του. Γι’ αυτό όλα είναι μαύρα ή άσπρα. Συνήθως μαύρα. Άλλωστε στο ασπρόμαυρο φιλμ όλα φαντάζουν απογυμνωμένα, λιγότερο φτιασιδωμένα, σκληρά. Δεν είναι τυχαίο που οι μόνες έγχρωμες λήψεις είναι αυτές που μοιάζουν με αυτοσχέδιο οικογενειακό βίντεο και παρουσιάζουν τις λίγες στιγμές οικογενειακής ευτυχίας του ήρωα: αυτές του γάμου του, του γάμου του αδελφού του, της έλευσης τους παιδιού του κλ.π.

Η ταινία είναι τελικά ένα καινούριο είδος δράματος που συνδυάζει τον ρεαλισμό με τις φροϋδικές θεωρίες που οπωσδήποτε επέδρασαν και στον κινηματογράφο. Ο συνδυασμός μας απομακρύνει από τις συμβάσεις του μελοδράματος και δίνει έδαφος σε ηθοποιούς όπως ο De Niro να αναπτύξουν τις πολυσυλλεκτικές υποκριτικές τους περσόνες.

Ο Robert De Niro κουβαλώντας μέσα του αρκετό Travis Bickle, χωρίς όμως να επιτρέπει στον Ταξιτζή να επισκιάσει τον Μαινόμενο Ταύρο του, δίνει την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της καριέρας του. Στ’ αλήθεια. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον ρόλο του τόσο υπέροχα ολοκληρωμένο. Ο De Niro βυθίστηκε μέσα στον ήρωα του, του επέτρεψε να ανασύρει οτιδήποτε είχε ο ίδιος μέσα του και μας παρέδωσε μία ειλικρινέστατη ερμηνεία η οποία όσο ξεγύμνωνε και εξέθετε τον ήρωα τόσο ξεγύμνωνε και τον ηθοποιό. Μέγιστη απόδειξη της υιοθέτησης των αρχών της Μεθόδου από μέρους του ηθοποιού αποτελεί η πρωτοβουλία του να ζητήσει από τον σκηνοθέτη να διακόψει τα γυρίσματα προκειμένου να πάρει το απαιτούμενο βάρος ( χρειάστηκε ένας μαραθώνιος φαγητού στην Γαλλία και στην Ιταλία για αυτό) για να παίξει τις σκηνές του υπέρβαρου Jake La Motta. Η ερμηνεία του De Niro είναι σκληρή και απέριττη, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού άκρως ισορροπημένη αν σκεφτεί κανείς ότι υποδύεται ένα πρόσωπο που τελικά δεν ωριμάζει ποτέ. Ο Jake La Motta, και η σκηνή στην φυλακή που χτυπάει τον τοίχο ουρλιάζοντας why το επιβεβαιώνει, είναι σαν τον κλέφτη που δεν λυπάται για τα εγκλήματά του αλλά επειδή συνελήφθη. Έχοντας στο νού του αυτό το δεδομένο ο De Niro ψάχνει να βρει με ποιόν τρόπο θα προσφέρει τη λύτρωση στον ήρωά του χωρίς φυσικά να τον καθαγιάζει και το αποτέλεσμα του προβληματισμού του είναι η σκηνή που κυνηγάει να αγκαλιάσει τον αδελφό του. Η σκηνή μας δινει το ξεκάθαρο μήνυμα. Ο ήρωάς μας πάλι μεταθέτει στους γύρω του την ευθύνη για την δική του λύτρωση. Η γωνία λήψης αυτής της σκηνήες του εναγκαλισμού φαίνεται απόλυτα μελετημένη ώστε το αποτέλεσμα να κάνει τον θεατή να νιώθει άβολα. Όσο και αν προσπαθεί να συναντήσει το βλέμμα του Joey και του Jake δεν τα καταφέρνει. Βλέπει μόνο την πλάτη του Jake και τον μικροκαμωμένο Joey να «πνίγεται» στην αγκαλιά του αδελφού του.

Ο Joe Pesci ανέλαβε τον ρόλο μετά από επιμονή του Robert de Niro καθώς οι μέχρι τότε προσπάθειές του στην υποκριτική είχαν στεφθεί με αποτυχία και αυτός απογοητευμένος ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το επάγγελμα. Αυτό που είδε ο De Niro στον αεικίνητο Pesci το είδαμε τελικά και εμείς. Στέκεται ισότιμα απέναντι στον ασφαλή De Niro και ερμηνεύει τον Joey La Motta, αδελφό του πρωταθλητή που ζει στην σκιά του και φροντίζει τις δουλειές του προκειμένου αυτός να αγωνίζεται αναπόσπαστος, αποτελεσματικά. Ο Joey δεν διαφέρει από τον Jake και αυτό το κατάλαβε νωρίς ο Pesci. Είναι φτιαγμένοι από την ίδια στόφα, όλα τα χαρακτηριστικά του ενός, ο μισογυνισμός, η ανασφάλεια, η αδυναμία να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, ενυπάρχουν και στον άλλον. Απλώς ο Joey διαθέτει το βασικό προσόν της ψυχραιμίας που του επιτρέπει να τα καλύπτει τεχνηέντως. Ωστόσο υπάρχει ένα πράγμα που αποτελεί φάρο για τον Joey, σ’ αυτό στήριξε ίσως την ερμηνεία του ο Pesci, και αυτό είναι η αγάπη και η πίστη του στον αδελφό του. Ο Pesci παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη ικανότητα να εκθέτει τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωα που υποδύεται. Το κάνει με έναν λίγο πιο εξωστρεφή τρόπο από τον De Niro ωστόσο δεν παύει να είναι εξίσου υποβλητικός για τον θεατή.

Οι δύο ηθοποιοί, και γιατί να μην υποθέσω και φίλοι, ξανασυναντιώνται με τον αγαπημένο τους σκηνοθέτη στο GoodFellas και στο Casino. Και στις δύο ταινίες η συνύπαρξή τους πυροδοτεί την οθόνη. Λίγοι ηθοποιοί μπορούν να στέκονται χωρίς φόβο απέναντι στον De Niro και σχεδόν να τον προκαλούν όπως ο Pesci. Και αυτό το διέγνωσε εγκαίρως ο Scorsese.

Την 15χρονη Vikkie La Motta ερμηνεύει η εικοσάχρονη τότε Cathy Moriarty στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση. Ο Scorsese χρειαζόταν μία φρέσκια, αρκούντως λάγνα, κινηματογραφικά άκαυτη παρουσία που να προβοκάρει. Αυτό που ήθελε ήταν μία σοφιστικέ Λολίτα. Και την βρήκε στην πιο ολοκληρωμένη της εκδοχή. Η ερμηνεία είναι καλή τηρουμένων των αναλογιών κυρίως γιατί είναι απελευθερωμένη από άγχος. Καταφέρνει να ισορροπήσει της ερμηνεία της ανάμεσα στην γυναίκα που ήταν και στην γυναίκα που ο Jake ήθελε να είναι, και να μας επικοινωνήσει την αγανάκτησή της και τους λόγους που τον εγκαταλείπει χωρίς όμως να μας περάσει ποτέ από το μυαλό ότι δεν τον αγάπησε.

Το δια ταύτα? 8 υποψηφιότητες για το Raging Bull. Καλύτερης σκηνοθεσίας για τον Martin Scorsese, καλύτερης ταινίας για τους Irwin Winkler και Robert Chartoff, καλύτερου μοντάζ για την εκπληκτική Thelma Schoonmaker, καλύτερης ερμηνείας ‘α ρόλου για τον De Niro και β’ ρόλων για τους Pesci και Moriarty, καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας για τον Michael Chapman και καλύτερου ήχου για τους Donald Mitchell, Bill Nicholson, Les Lazarowitz και David Kimball για την υπέροχη δουλειά τους στην σκηνές της πυγμαχίας, και μάρτυρές μου όλοι όσοι έχετε δει την ταινία, άξιζε το καθένα απ’ αυτά. Πολύ, δε, περισσότερο άξιζε το βραβείο σκηνοθεσίας στον Scorsese. Τελικά, με αγαλματίδια έφυγαν μόνο ο De Niro και η Thelma Schoonmaker. Η προηγηθείσα (το 1976) αψυχολόγητη βράβευση του Rocky, μίας μέτριας ταινίας με έναν κάτω του μετρίου πρωταγωνιστή μπορεί να οδήγησε – λόγω θεματολογίας- το Raging Bull απευθείας στην απώλεια του αγαλματιδίου καλύτερης ταινίας. Τα αντανακλαστικά της Ακαδημίας είναι γνωστά...

Έτσι, το καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, λοιπόν, εκείνη την χρονιά πήγε στο Ordinary People του Redford μία άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη χαρακτήρων της οποίας όμως ο χρόνος της επεφύλαξε απλώς τη φήμη της ταινίας που στέρησε από το Raging Bullτα βραβεία που αυτονόητα δικαιούνταν.

Και ο Marty περιμένει … ή μάλλον κυνηγάει την Ακαδημία με ταινίες όπως το Aviator της οποίας η δυστυχία είναι απλώς ότι ΔΕΝ είναι το Raging Bull.

Βαθμολογία: 9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars9/10 Stars (9/10)


 
 
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!

Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.