• ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...

  • Αριθμός ταινιών: 22316
  • Αριθμός συν/τών: 759967
  • Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
MovieDungeon


Πεμ 19 Μαϊ 2005

Σήμερα: Death and the Maiden – Ο Θάνατος και η Κόρη


Κλειδώσαμε τον Ιωσήφ Πρωιμάκη στο μπουντρούμι του Cine.gr. Τον ταΐζουμε μια φορά τη μέρα, με DVDs και sushi. Κάθε δεύτερη Πέμπτη, βγάζουμε στη φόρα το ημερολόγιό του.



Πέμπτη, 5 Μαΐου
20,00
Ο Δηράκης μάλλον ξέχασε να πληρώσει το λογαριασμό και η ΔΕΗ θεώρησε σωστό να κάνει για μια φορά το καθήκον της και να μας βυθίσει σε πλήρη ακινησία. Το μπουντρούμι ήταν μονίμως σκοτεινό, φυσικά η τηλεόραση και το DVD αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και να το ρίξουν στην υπνοθεραπεία, και το φαγητό μου ήταν κάθε μέρα κρύο. Στην αρχή φοβήθηκα πως κάποιο ανταγωνιστικό site είχε κηρύξει πόλεμο στο Cine, πως είχαν κάνει έφοδο, τους είχαν σκοτώσει όλους και κάποια στιγμή θα κατέβαιναν και εδώ κάτω. Η σκέψη μού άδειασε τη γωνιά λίγο πιο γρήγορα απ’ όσο είχε εμφανιστεί. Τι θα μπορούσε ποτέ να θέλει ο οποιοσδήποτε από το Cine; Βέβαια δεν αποκλείεται απλώς να μου κλείσαν το ηλεκτρικό στο μπουντρούμι, να ήταν κάποιο διεστραμμένο καλαμπουράκι κι αυτό, μιας και δεν θα μπορούσα να δω αν έχουν φως οι από πάνω και το φαγητό μου είναι ούτως ή άλλως κρύο, όμως πιστεύω πως το πρώτο ενδεχόμενο είναι το πιο πιθανό. Ο Δηράκης δεν τα πάει καλά με τα χρήματα άλλωστε. Έχει την τάση να πιστεύει πως φτιάχτηκαν για να μένουν ακίνητα. Ο Δηράκης μάλλον δεν πρέπει να τα πηγαίνει καλά και με την έννοια του τροχού, και γενικά ότι είναι στρογγυλό και πρέπει να κυλάει, όπως ας πούμε τα κέρματα.

Τρίτη, 10 Μαΐου
18.00
Σήμερα (σήμερα πρέπει να ήταν, δεν παίρνω κι όρκο) ξύπνησα και δεν έβρισκα το moleskin μου. Καθώς έψαχνα, πρόσεξα ότι αποφάσισε να με επισκεφτεί ένα σύννεφο γκριζοπράσινου καπνού και άρχισε να ακούγεται η μουσική απ’ το Tetris. Θόλωσα. Όταν ξύπνησα, ήμουν ξάπλα φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα με το moleskin κάτω απ’ το αριστερό μου χέρι. Το δεξί μου ήταν κάτω απ’ τη λεκάνη μου και είχε μελανιάσει εκεί που το πλάκωναν τα κόκαλα μου. Έχω μια δυσκολία στο να λυγίσω το μεσαίο δάχτυλο.



Κυριακή, 15 Μαΐου
19.00
Δεν ξέρω αν θέλουν να μου πουν κάτι μ’ αυτές τις ταινίες που μου στέλνουν, αλλά σίγουρα μου βάζουν περίεργες ιδέες. Γιατί αυτή τη φορά, μου έριξαν τον Θάνατο και την Κόρη, την ιστορία ενός τύπου που τον αρπάζει μια ημιπαράφρων γυναίκα που είχε φυλακιστεί και κακοποιηθεί κατά τη διάρκεια κάποια χούντας, και φυσικά, τον φυλακίζει και τον κακοποιεί.

Πριν όμως γίνει αυτό, η ταινία ανοίγει σε ένα κονσέρτο για έγχορδα, με μια σύνθεση που ο Πάτας, ή ο Θράσος, θα αναγνώριζαν σίγουρα από το πρώτο γρατζούνισμα του βιολιού, όμως η μόνη αντίδραση που μου προκαλεί εμένα είναι να κουνάω το κεφάλι μου πέρα-δώθε στο ρυθμό και να λέω από μέσα μου «γαμώτο, πρέπει να ψαχτώ λίγο με την κλασσική. Και να μάθω να πίνω μπουρμπόν. Μη σου πω να φτιάχνω κιόλας».


Οι εσωτερικές μου νουθεσίες όμως δεν κρατάνε πολύ, η οθόνη σκοτεινιάζει και μεταφερόμαστε στη μέση του πουθενά, σε κάποια αδιευκρίνιστη χώρα, που μόλις έχει συνέλθει από ένα ιδιαίτερα σκληρό στρατιωτικό καθεστώς. Είναι νύχτα, βρέχει, φυσάει, και μια γυναίκα στέκεται στην βεράντα ενός ερημικού σπιτιού, σ’ αυτή τη μέση του πουθενά. Το ανήσυχο βλέμμα της σκανάρει το σκοτάδι και το ραδιόφωνο μιλάει για μια νεοσυσταθείσα επιτροπή με αποστολή να εντοπίσει και να εκδικάσει υποθέσεις παρανομιών κατά τη διάρκεια της σκληρής χούντας. Ο άντρας της γυναίκας έχει τεθεί επικεφαλής, και για κακή του τύχη φτάνει σπίτι λίγο αφού η γυναίκα έχει ενημερωθεί από το ραδιόφωνο, για να του συναντήσει μια ιδιαίτερα ψυχρή υποδοχή. Είναι κάθετα αντίθετη με την επιτροπή, αφού τη βλέπει καταδικασμένη σε κακοδικίες που θα οδηγήσουν νομοτελειακά σε αθωώσεις φονιάδων και βασανιστών, φοβάται ότι οι άνθρωποι που την είχαν δεμένη και έκαναν τρομερά πράγματα στο κορμί της, θα κυκλοφορούν ελεύθεροι και κατά κάποιον αρρωστημένο τρόπο, σχεδόν δικαιωμένοι. Προφανώς δεν έχει συνέλθει εντελώς απ’ τα ηλεκτροσόκ, και πετάει το δείπνο του άντρα της στα σκουπίδια. Τσακώνονται, της λέει πως όλα θα πάνε καλά, τα ξαναβρίσκουν.

Κι εδώ σχεδόν τελειώνει το οικογενειακό δράμα και τερματίζονται οι υπόνοιες πολιτικής ταινίας, για να δώσουν τη θέση τους σε κάτι ακόμη πιο ηλεκτρισμένο: ένα σφιχτό θρίλερ δωματίου, με Roman Polanski σε φόρμα, τρεις ηθοποιούς σε ρεσιτάλ και εξαιρετικά δομημένο σενάριο, ανά πάσα στιγμή ελεύθερο και ικανό να ακολουθήσει όποιο δρόμο θέλει, και να βάλει στον ίδιο χορό και τα τρία παραπάνω genre. Γιατί εκεί που ο Gerardo (Stuart Wilson) τα είχε βρει με την Paulina (Sigourney Weaver), εμφανίζεται ο άνθρωπος που έφερε τον Gerardo σπίτι όταν τον βρήκε στο δρόμο να προσπαθεί να αλλάξει ένα σκασμένο λάστιχο, με μια τρύπια ρεζέρβα. Η Paulina δεν βλέπει τον Dr Roberto (Ben Kingsley), όμως τον ακούει να μιλάει, και στη φωνή του αναγνωρίζει τον χειρότερο εφιάλτη της: τον βασανιστή και βιαστή της, που απολάμβανε να ικανοποιεί πάνω της τις ορέξεις του, υπό τους ήχους του «ο Θάνατος και η Κόρη», του Σούμπερτ.

Η φωνή του και αυτές οι μικρές, αγαπημένες φράσεις του, είναι αρκετές για να ξαναστείλουν μερικές ηλεκτρικές εκκενώσεις στους νευρώνες της και να τη μετατρέψουν σε απαγωγέα, ανακριτή και δικαστή του. Κάπως έτσι στήνεται ένα ιδιότυπο δικαστήριο στους ξύλινους τοίχους της απομακρυσμένης κι απομονωμένης αγροικίας τους, με τον Gerardo να ανακηρύσσεται δικηγόρος υπεράσπισης του γιατρού υπό την απειλή του όπλου που κραδαίνει η Paulina και το οποίο βέβαια δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ όσο τρομακτικό είναι το κεραυνοβόλο βλέμμα της. Και σαν όλη αυτή η παράνοια να μην είναι αρκετή, ο Polanski τους βάζει ένα ρολόι να μετράει ανάποδα. Πριν τελειώσει ο χρόνος τους, ο δικηγόρος πρέπει να έχει πείσει τον φυλακισμένο να ετοιμάσει μια αρκετά πειστική απολογία, στην οποία θα παραδέχεται όλα όσα τον κατηγορεί η δικαστής ότι έκανε. Που μπορεί όντως να τα έκανε, αλλά πάλι μπορεί και όχι.

Όμως το αν ο άνθρωπος αυτός είναι ένοχος ή όχι, δεν είναι το μόνο ερώτημα που εγείρει η ταινία –σαφώς ούτε και το πιο σημαντικό. Γιατί καθώς η ένταση αυξάνεται ατάκα με την ατάκα, αποκάλυψη με την αποκάλυψη, πλάνο με το πλάνο, ο Ariel Dorfman, που αρχικά έγραψε το σενάριο ως θεατρικό, ανοίγει ένα σακούλι με άσχημες και ενοχλητικές ερωτήσεις για την υποκειμενικότητα της αλήθειας, την επιρροή της περιβάλλουσας παραφροσύνης στην ανθρώπινη συμπεριφορά, τη φύση της ενοχής και της μετάνοιας, το πώς το θύμα μετατρέπεται σε κάτι σκληρότερο από τον θύτη του όταν η εξουσία αλλάξει χέρια, και τελικά την ικανότητα ενός ανθρώπου να ανακάμψει όταν έχει δει το πραγματικό πρόσωπο της απανθρωπιάς. Ή την ανικανότητά του.

Το πιο δυνατό στοιχείο όμως της ταινίας δεν είναι οι ερωτήσεις που θέτει, αλλά το πώς οι απαντήσεις που δίνει, όταν έρθει η ώρα, μετατρέπονται σε ακόμη πιο βασανιστικά ερωτηματικά. Όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε δουλέψει σωστά, αν δεν είχε ανατεθεί στους κατάλληλους ηθοποιούς. Από τη μια, η Sigourney Weaver διαχειρίζεται με καταπληκτική τεχνική το ρόλο της βασανισμένης γυναίκας, χρωματίζοντας την οργή της με μια υπόκωφη μελαγχολία που πηγάζει από τις ανοιχτές της ακόμα πληγές. Από την άλλη, ο Ben Kingsley απογειώνει το ρόλο του υποψήφιου ενόχου, ποτίζοντάς τον με μαγευτική οξύνοια που κερδίζει τον θαυμασμό και τη συμπάθεια του θεατή, μόνο για να τη θέσει εν αμφιβόλω με μια σκοτεινή ματιά, ή μια διφορούμενη έκφραση. Κι ύστερα, υπάρχει κι ο Stuart Wilson, χαμένος ανάμεσα στον παθιασμένο του ιδεαλισμό, και την μπολιασμένη με ενοχές ευγνωμοσύνη για τη γυναίκα του, είναι το μπαλάκι που πηδάει από τη μια μεριά του γηπέδου στην άλλη, αδυνατώντας να αποφασίσει τίνος το μέρος θέλει να πάρει. Όπως κι ο θεατής, ο ρόλος του Wilson είναι ο ένορκος που θα πάρει την τελική απόφαση και θα καθορίσει την έκβαση της διεστραμμένης κατάστασης που παρακολουθεί. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσει να την κατανοήσει πλήρως. Μόνο ο θύτης και το θύμα έχουν την πλήρη εικόνα, και μόνο αυτοί μπορούν να την καταλάβουν, έστω κι αν χρειάζεται να αλλάξουν θέσεις για να το κάνουν. Ακούτε εσείς εκεί πάνω; Όταν αλλάξουμε θέσεις, θα σας πω εγώ.


 
 
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!

Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.