ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...
- Αριθμός ταινιών: 22316
- Αριθμός συν/τών: 759967
- Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
Περιεχόμενα
Πεμ 09 Ιουν 2005
Σήμερα: Full Metal JacketΠεμ 19 Μαϊ 2005
Σήμερα: Death and the Maiden – Ο Θάνατος και η ΚόρηΠαρ 22 Απρ 2005
Σήμερα: Three Days of the Condor - Οι Τρεις Μέρες του ΚόνδοραΠαρ 01 Απρ 2005
Σήμερα: Before Night Falls – Πριν Πέσει η ΝύχταΠαρ 18 Μαρ 2005
Σήμερα: Από την Άκρη της ΠόληςMovieDungeon
Πεμ 30 Ιουν 2005
Σήμερα: The Doors
Κλειδώσαμε τον Ιωσήφ Πρωιμάκη στο μπουντρούμι του Cine.gr. Τον ταΐζουμε μια φορά τη μέρα, με DVDs και sushi. Κάθε τόσο βγάζουμε στη φόρα το ημερολόγιό του.
Δευτέρα, 13 Ιούνη
15.00

Βλέποντας και τα δύο μαζί, θυμήθηκα εκείνη τη σκηνή στο Full Metal Jacket, που την πέφτει ένας χοντροκέφαλος αξιωματικός στον Matthew Modine (τον πρωταγωνιστή) και τον ρωτάει γιατί φοράει το pin με το σηματάκι της ειρήνης, ενώ στο κράνος του γράφει Born to Kill. «Είναι κάποιου είδους διεστραμμένο αστείο;» τον ρωτάει. Και ο Modine, με χαρακτηριστική άνεση, του απαντάει πως ήθελε κάτι να πει «για τη διττή φύση του ανθρώπου.» Η όλη κουβέντα γίνεται πάνω από ένα σωρό πτωμάτων και έχει μια ωραία προσέγγιση του πως οι άνθρωποι που μπορούν να ηγηθούν της φρίκης του πολέμου χαρακτηρίζονται από τη βραδύνοια και τη μονόπλευρη οπτική που έχουν για τον κόσμο (από την κακή πλευρά συνήθως), ενώ οι διανουομενίζοντες αστοί με το πνεύμα της αντιρρησίας, αδυνατούν να την αντιμετωπίσουν, όντας χαμένοι στις δικές τους σχιζοφρενείς, αντικρουόμενες και λίγο-πολύ άκαρπες νοητικές διαμάχες.
Τέλος πάντων, τα βρήκα κάπως cool τα δύο βραχιολάκια μαζί, κι είπα να τα φορέσω.

Σάββατο, 25 Ιούνη
20.00

Έτσι λοιπόν η ταινία του Oliver Stone, The Doors, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια διδακτική εμπειρία. Έμαθα ότι ο Morrison δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής, ένας rock-star, δεν ήταν ένα προβληματισμένο παιδί, δεν είχε καν συλληφθεί από μάνα, δε γεννήθηκε και δεν πέθανε ποτέ. Ο Jim Morrison ήταν ένας μετεωρίτης που απλά έτυχε να περάσει από το οπτικό μας πεδίο και να θαμπώσει τους πάντες με την εκτυφλωτική του λάμψη, ένας θεός που κατέβηκε για λίγο στη γη, για να τη λαμπαδιάσει με την αυτοκαταστροφική του φωτιά, την πυρκαγιά που έτρωγε το κορμί και το μυαλό του. Δεν ήταν ένας ποιητής με sexy δερμάτινα παντελόνια. Ήταν ο Διόνυσος ο ίδιος, που κατέβηκε από τους ουρανούς για να ξεσκίσει τους πουριτανούς και να αναποδογυρίσει την ηθική τάξη, και μετά να φύγει.
Αυτό βέβαια, αν μπορεί κανείς να εμπιστευθεί τη διαύγεια του Stone. Βλέποντας τη ζωή του Morrison όπως την περιγράφει ο Stone, δε μπόρεσα να μη θυμηθώ εκείνο το παραλειπόμενο από τις προετοιμασίες για την ταινία που έμελλε να γίνει ίσως η μεγαλύτερη δημιουργία του De Palma, τον Scarface. O Stone λοιπόν, που ποτέ δεν ήταν από τα παιδιά που θα πήγαινε περήφανη η κόρη να τον γνωρίσει στους γονείς της, λέει ότι στις αρχές του ’80 έφυγε από την Αμερική και πήγε στο Παρίσι, για να μπορέσει και να γράψει το σενάριο του Σημαδεμένου, και να κόψει παράλληλα και την κόκα. Δεν ξέρω πώς μπορεί να κατάφερε να κόψει την κόκα, γράφοντας το σενάριο μιας ταινίας τίγκα στην άσπρη, αλλά για να το λέει, κάτι θα ξέρει. Υποθέτω όμως, πώς δεν αποκλείεται να ξεπερνούσε τα σύνδρομα στέρησης γράφοντας τις σκηνές που ο Tony Montana σκαρφάλωνε με τη μύτη του σε βουνά από κοκαΐνη. Ο Jim Morrison μπορεί να μην έκανε πολύ κόκα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι –όπως παρουσιάζεται στην ταινία τουλάχιστον- θα μπορούσε άνετα να συναγωνιστεί τον Montana στις κραιπάλες.


Ο Stone τον ακολουθεί με σαδιστική ικανοποίηση μέχρι εκεί, στοιχειώνοντάς τον με οράματα του επερχόμενου θανάτου, ποτίζοντάς τον με μποτίλιες αλκοόλ που βοηθούν τους σπόρους των δαιμόνων του να φυτρώσουν, να θεριέψουν και να τον περικυκλώσουν μέχρι να τον πνίξουν. Η κινηματογράφηση της ζωής του κάτω από τη σκηνή, καταφέρνει να εισβάλλει στις πιο σκοτεινές γωνιές του ψυχισμού του και η κάμερα πιάνει τα είδωλα των φόβων που τον κυνηγούν, τα βγάζει έξω και τα κρύβει στα δωμάτια ξενοδοχείων και τα καμαρίνια του Morison, απλά και μόνο για να δει την μεθυσμένη και μαστουρωμένη του αντίδραση. Τον κυνηγάει όταν αυτός προσπαθεί να τους ξεφύγει και τον πιάνει από το χέρι όταν κοντεύει να υποκύψει, λέγοντάς του «λίγο ακόμη».
Εναλλάσσοντας αυτήν την προσωπική, υποκειμενική προσέγγιση της κατεστραμμένης προσωπικής ζωής του Morrison, με την ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση του μεγαλείου του καλλιτέχνη στη σκηνή και στο στούντιο, ο Stone δείχνει την άβυσσο που χώριζε τις δύο πτυχές του τεράστιου αυτού θεού της rock, αλλά και τον τρόπο που η μια επηρέαζε την άλλη. Δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τι ακριβώς ήταν αυτό που έκανε τον Lizard King τόσο μεγάλο: η φωτιά.

Σίγουρα, η προσωπικότητα του Morison κρύβει φοβερό ενδιαφέρον, το οποίο ο Stone ξεδιπλώνει με μεγαλειώδη τρόπο στην οθόνη –έστω κι αν αυτή η μόνιμη Φροϋδική του προσέγγιση έχει γίνει πια κουραστική και ενοχλητικά προβλέψιμη. Όμως στην τελική, να βλέπεις επί 140 λεπτά έναν άνθρωπο που ταΐζει τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις με αλκοόλ και πρέζα, ε κάποια στιγμή γίνεται κουραστικό. Και όσο φοβερά κι αν είναι τα τραγούδια που τη διανθίζουν, μερικές συναυλίες –και ιδίως μερικά από τα πρώτα gigs της μπάντας- θα μπορούσαν να είχαν κοπεί, προς χάριν αυτής της λεγόμενης σκηνοθετικής οικονομίας, ή έστω της οικονομίας του χρόνου του θεατή.
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!
Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.
Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.