Ταινίες - Κριτική από το Cine.gr
- Κριτική από το Cine.gr:
Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2006

Και εδώ γεννάται ένα πολύ φυσιολογικό ερώτημα. Ισχύει άραγε και στον κινηματογράφο η γνωστή παροιμία που αναφέρεται στο χόρτασμα του ματιού και κατόπιν του στομάχου? Για να γίνω πιο σαφής. Ένα άρτιο φιλμικό art designing που αγγίζει τα όρια του άριστα, είναι αρκετό για να καλύψει τις απαιτήσεις του διψασμένου σινεφίλ, αφήνοντας τα πιο σοβαρά – και πιο βασικά θα έλεγα – ζητήματα, λίγο παραπέρα, ελπίζοντας πως η τελειότητα των σκηνικών θα κρύψει τις όποιες άλλες ατέλειες? Προσωπικά θα έλεγα, γιατί όχι. Άλλωστε στις ημέρες μας, δεν είναι και πολλές οι δυνατότητες που μας δίνονται για να παρακολουθήσουμε την ολοζώντανη αναβίωση στο πανί, μιας χρονικής περιόδου, που έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Από την άλλη όμως μεριά πως μπορώ να δεχτώ την μονόπλευρη εμμονή στον αρτιστίκ περφεξιονισμό, που αφήνει με πολλές εκκρεμότητες κύρια στοιχεία μιας ταινίας όπως την σεναριακή συνοχή και τις ερμηνείες…?

Για την εννιάχρονη Τσίγιο, με τα ζωγραφιστά γκριζογάλανα μάτια, το ταξίδι άγνοιας από το επαρχιακό απομακρυσμένο Γιορόιντο, στην διπρόσωπη πρωτεύουσα της Ιαπωνίας Κιότο, έχει έναν και μοναδικό σκοπό, αλλά και αμέτρητα ερωτηματικά. Η ζωή της, η ύπαρξη της, πλέον ανήκει στα χέρια άλλων, αφού πρέπει πια να μεγαλώσει με τις αυστηρές αρχές μιας εκκολαπτόμενης γκέισας, ούτως ώστε όταν φτάσει η ώρα να ανοίξει τα πολύχρωμα φτερά της κατακτώντας στα καλλιτεχνικά τεϊοποτεία της πόλης, τις καρδιές – και τα χρήματα - των πλουσίων. Πολλά χρόνια αργότερα η μεταμορφωμένη πια μικρούλα, σε εκθαμβωτική Σαγιουρί, έχοντας κατορθώσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις ατυχίες και τους διώκτες της βίαιης ενηλικίωσης της, έχει να ξεπεράσει τους σκοπέλους που άφησε πίσω του φεύγοντας, ο Μεγάλος πόλεμος…

«Δεν είμαστε ερωμένες, ούτε σύζυγοι. Πουλάμε τις ικανότητες μας, όχι τα κορμιά μας. Με μια έννοια, είμαστε κινούμενα έργα τέχνης». Λόγια που βγαίνουν από το στόμα της έμπειρης γκέισας, την στιγμή που καθοδηγεί την νεοφώτιστη στον μάχιμο στίβο Σαγιουρί, ορίζοντας της την πραγματικότητα της οντότητας της, από εδώ και στο εξής. Σε αυτή την φράση στηρίζεται όμως, κυριολεκτικά και το σύνολο της ταινίας που υπογράφει ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος κατόπιν της τεράστιας επιτυχίας του Chicago,
Rob Marshall, μη επιχειρώντας ούτε το ελάχιστο βήμα εμβάθυνσης παραπέρα. Γύρω από το γέμισμα του ποτηριού του πλουσίου αρσενικού με φρέσκο τσάι, από το μοναχικό λίκνισμα με την βεντάλια πάνω στο πάλκο ή το μελωδικό παίξιμο του τρίχορδου σαμισέν, περιστρέφονται οι ζωές γυναικών που αντικατοπτρίζουν ένα γενικότερο κοινωνικό σύνολο – τις γκέισες, επιτυχημένες ή μη – της εποχής, στις οποίες όμως το βλέμμα του σκηνοθέτη ελάχιστα εστιάζει.
Η βασική μου απορία ήταν αν το ίδιο συνέβαινε ταυτόχρονα και στο βιβλίο του
Arthur Golden στο οποίο στηρίχτηκε η ιστορία, το οποίο προ πενταετίας υπήρξε ένα από τα πιο διάσημα μπεστ σέλλερς ανά την υφήλιο. Δίχως να έχω το δικαίωμα να πω πως ο κινηματογράφος μπορεί να αποτελέσει τον καθρέφτη οποιουδήποτε συγγραφικού πονήματος, ομολογώ πως από τις 800 σελίδες του, που ξεκοκάλισα μέσα σε μια νύχτα – κατόπιν της παρακολούθησης της ταινίας – ξεχειλίζει τόσο συναίσθημα και πάθος, ώστε να δικαιολογεί την θέση του ως απόλυτα επιτυχημένο στον τομέα του. Ομοίως και αντιστοίχως μπορώ να φανταστώ κάτι (αντιστρόφως) ανάλογο για το μέλλον του άψυχου σεναρίου του κινηματογραφικού
Memoirs Of A Geisha…

Στα αρνητικά στοιχεία του φιλμ, οπωσδήποτε θα πρέπει να προστεθεί και το διπλό λάθος στην εμμονή του εξαμερικανισμού του όλου πρότζεκτ. Η αγγλική γλώσσα δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης στο φιλμ, από την στιγμή που εκείνο επιζητούσε διακαώς να παρουσιάσει το κάτι παραπάνω, ως καρτ ποστάλ της προ εξήντα και πλέον ετών χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Και αν αυτό αποτελεί μια μικρή – ας πούμε ανεπαίσθητη - παραχώρηση της παραγωγής, τι να πει κανείς για την μη επιλογή Ιαπωνίδων, στους ρόλους, τουλάχιστον τους τρεις κεντρικότερους: Την βασική ηρωίδα, την Σαγιουρί, που από τα χείλη της ξετυλίγεται στην οθόνη ολάκερη η ιστορία, παίζει η μικροκαμωμένη
Zhang Ziyi, την μέντορα της, έμπειρη γκέισα Μαμεχά υποδύεται η
Michelle Yeoh, ενώ την πιο εκρηκτική σε θέμα χαρακτήρα παρουσία του φιλμ, κατέχει η εκθαμβωτική
Gong Li, που ερμηνεύει την Χατσουμόμο, την αυταρχική, μοναδική γκέισα της οκιγιά που μεγάλωσε η μικρή Τσίγιο, ερχόμενη από το ψαροχώρι της. Δηλαδή τρεις αναγνωρισμένες σταρ, οι οποίες όμως κατάγονται από την απέναντι μεριά της κίτρινης θάλασσας και την Κίνα, λες και δεν μπορεί ακόμη κι ένα όχι τόσο έμπειρο μάτι να διακρίνει, έστω και μακιγιαρισμένες με λευκή μπογιά, τις διαφορές στην θωριά μεταξύ των δύο γειτονικών φυλών. Πάντως και οι τρεις στέκονται αξιόλογα μπροστά στον φακό, με την Li, όμως να νικά με ευκολία στην άτυπη μάχη, άλλωστε διαθέτει στην θανατηφόρα ματιά και στην αέρινη κίνηση της αυτό το κάτι άλλο, που ακόμη και στον ρόλο – κακιάς, καταφέρνει να κερδίσει τον θεατή. Αξιοπρεπείς είναι επίσης οι παρουσίες της
Youki Kudoh ως συνομήλικης με την Τσίγιο δοκίμου, με το αστείο όνομα Κολοκύθα, η βετεράνος
Kaori Momoi, στον ρόλο της Μητέρας του Σπιτιού, ενώ τον πιο ξεχωριστό από τους – ισχνούς – αντρικούς ρόλους, κρατά ο διάσημος από τον
Last Samurai,
Ken Watanabe!

Τελικά μετά τα (αρκετά) αρνητικά στοιχεία που προανέφερα, υπάρχει πραγματικά λόγος να παρακολουθήσει κανείς το
Memoirs? Φυσικά και υπάρχει, αν ο υποψήφιος θεατής επιθυμεί να επιχειρήσει ένα πολύχρωμο ταξίδι στην άμοιρη αλλά και περήφανη Ιαπωνία, λίγο πριν – λίγο μετά, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οι εξελίξεις του άλλαξαν ριζικά ολάκερη την πορεία της ιστορίας της. Οσκαρικού επιπέδου φωτογραφία (εναγωνίως αναμένω το DVD να απογειώσω τις ίντσες του home cinema μου) από τoν
Dion Beebe, έξοχη σκηνική αναπαράσταση από τον
John Myhre, τεχνικά άρτια εναλλαγή εικόνων από τον μετρ του ψαλιδιού
Pietro Scalia, πανάκριβα κοστούμια από την
Colleen Atwood και αξιομνημόνευτο μουσικό θέμα από τον μάγο
John Williams, συγκροτούν ένα αποθεωτικό τατάμι (χαλάκι) αναπαράστασης μιας ολόκληρης εποχής. Μόνο που οι κινούμενοι πάνω σε αυτό χαρακτήρες φαίνεται πως βιάστηκαν πολύ να φορέσουν το καλό τους κιμονό, παρουσιάζοντας εντέλει, ένα άνισο τελικό αποτέλεσμα!
Βαθμολογία: 




(6/10)
Γιώργος Ζερβόπουλος
Παρασκευή 30 Ιουνίου 2006
25 λέξεις – Ξεκίνησε από το φτωχικό ψαροχώρι της, μόλις εννιά χρονών, ένα υποχρεωτικό ταξίδι μέχρι την πρωτεύουσα της χώρας το Κιότο, προκειμένου να μεγαλώσει μέσα στο περιβάλλον ενός σπιτιού με γκέισες. Η μικρούλα Τσίγιο, με το σπινθηροβόλο βλέμμα, με τον καιρό θα μετεξελιχθεί σε μια από τις διασημότερες γυναίκες – αρτίστες της πόλης, την Σαγιουρί, που θα μαγνητίζει πάνω της τις ματιές όλων των αντρών της υψηλής κοινωνίας.
Στο Ράφι – Βρισκόμαστε στην διπρόσωπη ταξικά Ιαπωνία, λίγο πριν την είσοδο της – που κατόπιν απέφερε πάμπολλα δεινά στην υπερηφάνεια της – στον μεγάλο πόλεμο. Είναι η περίοδος που δημιουργούνται και οι μεγαλύτερες ανακατατάξεις στις μυστηριώδεις βαθμίδες της γιαπωνέζικης κοινωνίας, από την εποχή που έσβησαν για πάντα οι κάστες των Σογκούν και των Σαμουράι. Τα θύματα αυτών των αλλαγών, στην προκειμένη περίπτωση – λίγο πριν, λίγο μετά τον πόλεμο – θα είναι οι γκέισες, οι γυναίκες δηλαδή που διασκέδαζαν την αρσενική υψηλή κοινωνία, μέσω των άριστων γνώσεων τους στο τραγούδι, το όργανο και τον χορό στα τεϊοποτεία που ήταν διασκορπισμένα σε όλη την χώρα. Αυτή την παρακμή της συγκεκριμένης τάξης, όπως την περιέγραψε στο μπεστ σέλλερ του ο
Arthur Golden, επιθυμεί να παρουσιάσει το φιλμ, που υπογράφει ο γνώστης – ελέω
Chicago – της αναπαράστασης παρελθουσών εποχών,
Rob Marshall.

Υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες που μπορεί να αποκωδικοποιήσει κανείς την
Geisha. Ο πρώτος είναι ο εικαστικός, να το δει σαν μια παρουσίαση μιας χρονικής περιόδου, που έχει φύγει ανεπιστρεπτί, σε μια χώρα που διατηρώντας την υψηλή της παράδοση, θέλει να ανοιχτεί σε καινούργια πρότυπα, πιο δυτικά. Αυτό το στοιχείο, το φιλμ το πετυχαίνει απόλυτα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που δύσκολα πιστεύω μπορεί να πιστέψει κανείς πως ο πίνακας του
Marshall, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και απλά αποτελεί κομμάτι ενός θεατρικούς σκηνικού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως απέσπασε με χαρακτηριστική άνεση, τα τρία Όσκαρς που αναφέρονται στο συγκεκριμένο κομμάτι του έργου, το πιο καλλιτεχνικό (φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια). Από την άλλη μεριά όμως, η νουβέλα τονίζει και διάφορα άλλα στοιχεία, τις αντιθέσεις, τον ρόλο των ιαπώνων στον πόλεμο, τις κακουχίες, που αυτά στην ταινία περνούν ελαφρώς άψυχα, δίχως να τους δίνεται μεγάλη σημασία.

Αν σε αυτά τα αρνητικά στοιχεία προσθέσω και το διπλό ατόπημα των παραγωγών, να επιλέξουν σαν επίσημη γλώσσα του φιλμ την αγγλική (αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο σε εποχές παγκοσμιοποίησης και σε χρόνους που οι ανατολίτικες γλώσσες δεν μοιάζουν τόσο απόμακρες και ξένες όσο παλιότερα) αλλά και το να αποφασίσουν να δώσουν τους τρεις βασικούς ρόλους σε μη γιαπωνέζες, τότε η συνταγή χαλά για τα καλά. Όσο πειστικές και να είναι η
Zhang Ziyi ως Σαγιούρι, η
Michelle Yeoh σαν μέντορας της Μάμεχα και η σπάνιας ομορφιάς Gong Li, που παίζει την δισυπόστατη και κακιά Χατσουμόμο, δεν παύουν να προέρχονται από την απέναντι μεριά της Κίτρινης Θάλασσας, την Κίνα και την Μαλαισία, κάτι που τονίζει την αρνητική εντύπωση.
Disc – Η Audiovisual, γνωρίζοντας καλά πως έχει έναν πολύ καλό και εμπορικό τίτλο στα χέρια της, έδωσε μεγάλη σημασία στην κυκλοφορία του DVD, που πραγματικά είναι πάρα πολύ αξιόλογο και τεχνικά και στις επιπλέον πληροφορίες που δίνονται μέσω των έξτρα ντοκιμαντέρς. Αυτό από μια άποψη είναι πολύ καλό για όποιον θέλει να πάρει περισσότερα στοιχεία γύρω από το πώς φτιάχτηκε το φιλμ. Θα μπορούσε όμως να το κάνει, τοποθετώντας την ταινία σε έναν δίσκο και τα πρόσθετα σε έναν ακόμη, ώστε το φιλμ να μην συμπιεστεί τόσο πολύ ώστε να φαίνονται κάποιες ατέλειες, χρωματικά και ποιοτικά στην εικόνα. Το κάδρο της αναπαραγωγής είναι αναμορφικό widescreen και λαμβάνοντας υπόψην σας όσα σας προανέφερα περί βραβεύσεων στον εικαστικό τομέα, αποδίδει το πρωτότυπο πάρα πολύ καλά. Ίσως όχι με τον ονειρώδη τρόπο που το κάνουν οι 2 disk editions της υπόλοιπης Ευρώπης και της Ασίας, αλλά τουλάχιστον στις χαμηλότερες ίντσες δεν χάνεται εκείνη την μαγευτική μίξη χρωμάτων, που αποτελεί και το βασικό όπλο του έργου.

Ηχητικά στην μπάντα Dolby Digital 5.1 δεν υπάρχουν αναλόγου επιπέδου μεγάλες απώλειες, αφού όλα τα κανάλια εργάζονται πολύ σωστά καθόλο την διάρκεια του διώρου, με αποκορύφωμα φυσικά την ανεπανάληπτη σκηνή του χορού της γκέισας, που την θεωρώ μια από τις πιο καλογραμμένες σεκάνς εικαστικά, στην ιστορία του σινεμά. Στον υπόλοιπο χώρο του DVD, εκτός από δύο προαιρετικούς σχολιασμούς που μπορείτε να ακούσετε ταυτόχρονα με το φιλμ (δίχως ενδοιασμό αν είναι να το πράξετε να προτιμήσετε εκείνον όπου μιλούν οι Οσκαρούχοι πλέον
Colleen Atwood (ενδυματολόγος),
John Myhre (σκηνογράφος) και
Pietro Scalia. Στα φιλμάκια όπου ρίχνεται μια επιπλέον ματιά στα παρασκήνια, θα βρείτε τέσσερις ενότητες αφιερωμένες (Το πεδίο εκπαίδευσης των γκεισών, η δημιουργία του Χαναμάτσι, η όψη της γκέισας και η μουσική της ταινίας) η καθεμιά σε ένα σκέλος του πρότζεκτ. Δώστε σημασία στην τελευταία όπου μιλά ο βετεράνος πλέον
John Williams, που μας χάρισε ακόμη μια εμπνευσμένη του δουλειά. Για όσους δε αγοράσουν το σετ DVD, μέσα στο διαφημιστικό έντυπο της Audiovisual, υπάρχει ένα πολυσέλιδο μπούκλετ γεμάτο πληροφορίες, που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν σαν ένθετο.
Μμμμ… - Καλλιτεχνικά και οπτικά η ταινία αγγίζει το άριστα και αν την δείτε από αυτό το πρίσμα, είναι βέβαιο πως θα σας ικανοποιήσει. Για όσους έχουν μελετήσει το βιβλίο, πιθανότατα να τους περιμένει η απογοήτευση στον τρόπο που προσεγγίζει τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, κατά την διάρκεια του πολέμου. Δείτε την.
Γιώργος Ζερβόπουλος (CineDVD)