• ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ...

  • Αριθμός ταινιών: 22316
  • Αριθμός συν/τών: 759967
  • Πρόγραμμα 300 Κινηματογράφων και 18 τηλεοπτικών σταθμών
οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½ - οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½ οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½


- EοΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½, οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½:

Brando, Marlon



- οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½ οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½:

Marlon Brando Jr


- οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½: AοΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½
- HοΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½ οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½: 03 Απριλίου 1924
- οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½ οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½: Omaha, Nebraska, USA
- HοΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½ οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½: 01 Ιουλίου 2004
- οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½: 175 cm.


- οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½οΏ½:


Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Marlon Brando υπήρξε ο μεγαλύτερος ηθοποιός του κινηματογραφικού αιώνα. Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή αυτού του αφιερώματος. Εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς που το πιστεύουν κιόλας. Ακράδαντα.

Συχνά πυκνά κοιτάζω το διάσημο πορτραίτο του από το Wild One –τη μοναδική αφίσα που διεσώθη από την εφηβική μου ηλικία – και αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που μαγνητίζει την ματιά μου κάθε φορά, 20 χρόνια τώρα, τι είναι αυτό που παρέλυσε προσωρινά τους μηχανισμούς του Hollywood και το οδήγησε να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του σ’ αυτό το πλάσμα που έμελλε να θεωρηθεί σύμβολο επαναστατικότητας, σ’ αυτόν που μέσα από έναν ευφυή αυτοσαρκασμό θα χλεύαζε όλο το σύστημα. Ένα ταλέντο πέρα από τα ανθρώπινα όρια, μία οργίλη δύναμη που σάρωσε κάθε σύμβαση, μία σκληρή αλήθεια που έφτασε μέχρι τον κόσμο αφού πρώτα βουτήχτηκε βαθιά μέσα στον ψυχικό του κόσμο? Πιθανότατα όλα αυτά μαζί.



Ο Marlon Brando είναι άμεσα συνδεδεμένος με την Μέθοδο του Actor’s Studio. Σίγουρα δεν ήταν ο πρώτος που την ενστερνίστηκε. Ήταν όμως ο πιο αντιπροσωπευτικός. Αυτός που έδωσε υπόσταση στις αρχές της όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τους Lee Strasberg και Stella Adler, ανθρώπους που υπήρξαν μέντορές του και επικεφαλής του θρυλικού Actor’s Studio για πολλά χρόνια. Η Μέθοδος – που βασίστηκε στην θεωρία Stanislavsky- βρήκε το απόλυτο και πιο αποτελεσματικό επιχείρημά της στο πρόσωπο του Brando. Ο Brando την “κουβαλάει» από το θέατρο στον κινηματογράφο και ηγείται της ομάδας των ηθοποιών- όπως ο James Dean ή ο Montgomery Clift- που δράττονται αυτής προκειμένου να επικοινωνήσουν με το κοινό τους. Η θεωρία που επέμενε ότι το σημαντικότερο πράγμα στην προσέγγιση ενός ρόλου είναι η συναισθηματική ειλικρίνεια και ο πιο ασφαλής τρόπος να τη πετύχεις είναι η ψυχολογική προσέγγιση του ρόλου, έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για τον Brando, ο οποίος επέδειξε μία εκπληκτική ικανότητα στην ανάσυρση υλικού από τον –συχνά πληγωμένο- συναισθηματικό του κόσμο και στην έκθεσή του με τραχύ τρόπο μέσω των ρόλων του. Όταν ο νεαρός ηθοποιός περνάει τρεις εβδομάδες σε ένα νοσοκομείο βετεράνων του πολέμου προκειμένου να μπορέσει να ερμηνεύσει τον παραπληγικό στρατιώτη στην πρώτη του ταινία, The Men, ο κόσμος αισθάνεται ότι κάτι αλλάζει. Και το αποτέλεσμα της ερμηνείας του δεν διαψεύδει κανέναν.



Ο Brando μας σύστησε στα ένστικτά μας, στις συναισθηματικές μας ανασφάλειες. Η βία, η οργή, η ματαιοδοξία, η ανημποριά, το πάθος, η ζήλεια, η βέβηλη χαρά, ό,τι ενυπάρχει σε μας, ό,τι δεν αντικρίζουμε ποτέ κατάματα, πήρε την σάρκα και τα οστά του σε μία σειρά ρόλων που άφησαν εποχή, σε μία σειρά ωμών ρεαλιστικών ερμηνειών που μας συγκλόνισαν.



Ο Brando δεν ήταν ευτυχισμένος άνθρωπος, όπως συχνά συμβαίνει με αυτούς που διαθέτουν αυτό το εξωπραγματικό τάλαντο. Ιδιόρρυθμος, με μία φυσική ροπή προς την πλήξη – μάλλον αποτέλεσμα σπάνιας ευφυΐας – σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, «δύσκολος», όσο και αν εκτέθηκε στην οθόνη, όσο και αν ξεγύμνωσε ότι είχε μέσα του και ότι είχαμε και εμείς, την προσωπική του ζωή, ταραχώδη και μάλλον, όπως είπα, δυστυχισμένη την κράτησε μακριά από την δημοσιότητα.



If there’s anything unsettling to the stomach, it’s watching actors on television talk about their personal lives.



Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Και σύμφωνα με τις επιταγές του λοιπόν θα παραλείψω τα τετριμμένα τέτοιους είδους αφιερωμάτων. Πότε γεννήθηκε, πού, πόσες γυναίκες, πόσα παιδιά, πόσα γατιά… Δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν με ένοιαζε ποτέ.



Το μόνο που με νοιάζει είναι η ανατριχίλα που ένιωσα όταν άκουσα την είδηση του θανάτου του. Ο τρόπος που κυρίαρχα αντέδρασε το σώμα μου. Ο τρόπος που γύρισα χρόνια πριν, όταν τα ανώριμα μάτια των 15 χρόνων μου γέμιζαν από την μορφή του Stanley Kowalski.



A streetcar named Desire (1951) ή αλλιώς μία από τις ευτυχέστερες συνευρέσεις μερικών από τους πιο εμπνευσμένους ανθρώπους της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ο Kazan μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό του Tennessee Williams με τον Brando στο σχεδόν κινηματογραφικό του ντεμπούτο (δεύτερή του ταινία) και την έξοχη Vivien Leigh σε μία σπαρακτική, αποχαιρετιστήρια, ερμηνεία προς το κοινό που την λάτρεψε (πρόκειται για την τελευταία μεγάλη της ταινία). Η ταινία αντιπαρέρχεται τα προβλήματα με την λογοκρισία τα όρια της οποίας έχει υπερβεί, και εγκαινιάζει μία νέα υποκριτικά εποχή. Αυτήν του ωμού ρεαλισμού. O Brando γεμίζει την οθόνη με την brutal φυσιογνωμία του, τα άγρια σεξουαλικά του ένστικτα, τον κυνισμό του, την επιθετικότητα, την κραυγή Hey Stella! που μοιάζει να γεννιέται μέσα στα σωθικά του και το άσπρο T-shirt γίνεται διεθνώς το σύμβολο της αρρενωπότητας και λειτουργεί για το άλλο φύλο σχεδόν αφροδισιακά. Ο ρόλος δεν είναι καθόλου απλός. Χωρίς τα φυσικά χαρίσματα και το ψυχικό εκτόπισμα του ηθοποιού ο Kowalski θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί από το κοινό ένα τέρας. Να σας πω ότι έλαβε και μία υποψηφιότητα για academy award? Αυτό είναι το λιγότερο που πέτυχε με αυτήν την ερμηνεία του.



Την επόμενη χρονιά, 1952, ερμηνεύει τον ρόλο του Emiliano Zapata στην ταινία του Kazan, Viva Zapata. Η ταινία πάνω σε κείμενο του Steinbeck ολοκληρώθηκε σε ένα κλίμα άριστης συνεργασίας του Kazan με το αγαπημένο του παιδί, μία εποχή που ο Kazan βάλλεται από τους προοδευτικούς του χώρου λόγω της συνεργασίας του με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Η ταινία αμφισβητείται σφόδρα όμως παρ’ όλα αυτά ο Brando παραδίδει άλλη μία έξοχη ερμηνεία στον ρόλο αυτού του αποπροσανατολισμένου(?) επαναστάτη.



1953 και έρχεται η χρονιά του Julius Ceasar του Manckiewicz. Ο Brando καλείται να ερμηνεύσει -ποιόν άλλον- τον Μάρκο Αντώνιο. Σεξπηρικό κείμενο και ίσως όλοι περίμεναν να δουν έναν Μάρκο Αντώνιο με στοιχεία από Kowalski. They should know better. O Brando εργάζεται σκληρά ζητώντας χείρα βοηθείας από τον κατεξοχήν σεξπηρικό John Gielgud και τα καταφέρνει. Έναν καθόλου αβανταδόρικο ρόλο έρχεται να στέψει μία ερμηνεία ριζοσπαστική και κατά την άποψή μου πάντα, αποδείχθηκε και η πλησιέστερη στην αληθινή ιστορική φυσιογνωμία. Και όλα αυτά… χωρίς την παραμικρή αναφορά στην Κλεοπάτρα!



Την ίδια χρονιά γυρίζει το The Wild One και αναλαμβάνει τον ρόλο του Johnny Stabler, ο οποίος εγκατεστημένος ακριβώς απέναντι από το γραφείο μου, με κοιτάει με αυτό το ερευνητικό βλέμμα είκοσι χρόνια τώρα. Το φιλμ προμηνύει την επανάσταση που όπου να ‘ναι αρχίζει και είναι το πρώτο μίας σειράς εξαιρετικών ταινιών - τα Rebel without a cause του Nicholas Ray και αρκετά αργότερα το Easy Rider του Dennis Hopper ακολουθούν- που πραγματεύονται την καταπίεση που οι νέοι υφίστανται από την εκάστοτε κοινωνία. Η ταινία καθορίζει το off screen προφίλ του ηθοποιού και ο Brando καθιερώνεται ολοκληρωτικά ως σύμβολο ανατροπής, προκαλεί τα συμβιβασμένα ένστικτα του θεατή της εποχής (όλων των εποχών) και επιβάλλει την δεύτερη στιλιστική αναγκαιότητα της αντρικής ντουλάπας μετά το T-shirt του Λεωφορείου: Το μαύρο δερμάτινο μπουφάν.



Η θριαμβευτική, μέχρι στιγμής πορεία του, φτάνει στην πρώτη της κορύφωση με το On the waterfront. Η ταινία του χαρίζει το πρώτο του academy award στην τέταρτη του υποψηφιότητα (είχαν προηγηθεί οι υποψηφιότητες του A streetcar named Desire, Viva Zapata, Julius Ceasar). Η ταινία του Kazan, μέσα από την οποία ο δημιουργός προσπάθησε να δικαιολογήσει την απόφασή του να συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, είναι ένα ορόσημο. Κέρδισε 8 academy awards και η ερμηνεία του Brando θεωρήθηκε ως η πιο σημαίνουσα και με το μεγαλύτερο ειδικό βάρος ερμηνεία που είχε δει μέχρι τότε η οθόνη. Ο ίδιος ο Kazan γράφει στο βιβλίο του: If there is a better performance by a man in the history of film in America, I don`t know what it is, και ο γνωστός σε όλους μας κριτικός Rogert Ebert συμπληρώνει If you changed "better" to "more influential", there would be one other performance you could suggest, and that would be Brando`s work in Kazan`s :A streetcar named Desire" (1951).



Ακολουθούν το μέτριο Desiree (1954) στο οποίο ερμηνεύει τον Ναπολέοντα, και το Guys and Dolls (1955) του Manckiewicz όπου ξαφνιάζει η εμφάνιση του Brando σε μιούζικαλ. Ευχάριστα? Δεν ξέρω. Απλώς ξαφνιάζει.



Teahouse of the August moon (1956), Sayonara (1957), The Young Lions (1958) του Dmytryk με τον άλλο μύθο του σινεμά Montgomery Clift, The fugitive kind (1959) του Lumet, One–eyed Jacks η μοναδική σκηνοθετική του απόπειρα, μία από τις ιδιαίτερες προτιμήσεις μου – αν και σίγουρα όχι από τις καλύτερές του ταινίες- Mutiny of Bounty (1962), The Ugly American (1963), Bedtime Story (1964) μία κωμωδία που κυρίως βασίζονταν στα δύο αστέρια της, τον Brando και τον Niven, το μέτριο Morituri (1965), The Chase (1966), The Appaloosa (1966), A Countess form Hong Kong (1967), Reflections in a golden Eye (1967), Candy (1968), The night of the following day (1968), Queimada (1969), The night comers (1972), αποτελούν τον κατάλογο των μάλλον μέτριων ταινιών – που σε μεγάλο βαθμό επεδίωξαν και μία τυποποίηση του μεγάλου ηθοποιού σε συγκεκριμένους ρόλους- που ακολούθησαν το εκπληκτικό σερί των πρώτων 5 ταινιών του. Ωστόσο το 1972 θα έρθει η δεύτερη μεγάλη κορύφωση της καριέρας του. The Godfather, και ο ρόλος του Vito Corleone αποτυπώνεται στο μυαλό μας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Η ταινία είναι αναμφισβήτητα ένα αριστούργημα, η ερμηνεία του Brando είναι κορυφαία, παρ’όλα τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει και ο ίδιος, κυρίως όμως, ο Coppola καθώς τα μεγάλα στούντιο έτρεμαν τις ιδιορρυθμίες του μεγάλου ηθοποιού και προτιμούσαν τελικά να τον θαυμάζουν από μακριά παρά να υπογράφουν συμβόλαια μαζί του. Ευτυχώς ο Coppola θα επιμείνει. Ευτυχώς. Και στην τελετή απονομής των academy awards, η Ακαδημία προσφέρει στο αγαπημένο ανυπόφορο παιδί της, το δεύτερο award της καριέρας του. Τι κάνει ο Brando? Στέλνει μία ιθαγενή (που τελικά μπορεί να μην ήταν και τόσο ιθαγενής) να το παραλάβει και επί της ευκαιρίας να διαμαρτυρηθεί για την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στους ιθαγενείς. Παρ’ όλο που όλα έχουν όρια και ειδικά της Ακαδημίας δεν είναι και ιδιαιτέρως ελαστικά, κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη σαρωτική υποκριτική περσόνα του και ακολουθούν άλλες δύο υποψηφιότητες για το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι (1974) και για το A dry white season (1989).



To Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι είναι η ταινία που μας επιφυλάσσει το τελευταίο, ωριμότερο(?) σίγουρα συγκλονιστικό, αναμφισβήτητα μεστό δείγμα της υποκριτικής του ικανότητας. Η ταινία μοιάζει σε αρκετά σημεία αυτοβιογραφική για τον Brando, όχι ίσως ως προς τα γεγονότα, αλλά ως προς τα συναισθήματα και η εσωστρέφεια αλλά και οι εκρήξεις οργής του επί οθόνης μας καθηλώνουν. Η απόλυτη ερμηνεία. Τι σημαίνει αυτό? Δεν ξέρω. Ίσως ξέρω όμως να το αναγνωρίζω. Και είμαι σίγουρη ότι ξέρετε και εσείς.



Ο επόμενος σταθμός δεν μπορεί παρά να είναι το Apocalypse Now!. Η ταινία του Coppola βασιζόταν στο The Heart of Darkness του Conrad με το οποίο ο σκηνοθέτης φλέρταρε πολύ καιρό. Αποδείχτηκε μία εκδικητική παραγωγή, που πρόσφερε ένα έμφραγμα στο Martin Sheen, αρκετές ευκαιρίες στον Coppola να οδηγηθεί στην αυτοκτονία ή τουλάχιστον να απειλεί τους γύρω του ότι θα το κάνει, και την ευκαιρία στον Brando –αφού προκάλεσε ό,τι προβλήματα μπορούσε να βάλει ο ανθρώπινος νους στον σκηνοθέτη του- να στοιχειώσει με την σουρεαλιστική του παρουσία τα όνειρά μας.



Η καριέρα του από εκεί και πέρα είναι μάλλον αδιάφορη και στην πραγματικότητα αυτό που τον έσερνε στα πλατό κάθε φορά, ήταν κυρίως τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, ιδιαίτερα μετά από ένα οικογενειακό δράμα. Δεν θα σταθώ καθόλου σε αυτές τις ταινίες, που με έναν δονκιχωτισμό υπηρέτησε, εκτός ίσως από το The Brave (1997) όπου στήριξε με την παρουσία του την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Johnny Depp, και από την τελευταία του, το The Score όπου το ρολάκι του ήταν πραγματικά χαριτωμένο, το χαμόγελό του και το ύφος του αυτοσαρκαστικό όσο ποτέ και κυρίως γιατί συμπρωταγωνίστησε με έναν άλλο ηθοποιό της Μεθόδου, τον De Niro αλλά και με έναν πολλά υποσχόμενο ηθοποιό της νέας γενιάς, τον Edward Norton και διεσώθησαν και οι τρεις σε μία κατά τα άλλα μέτρια ταινία.



Ο Marlon Brando έφυγε… Δεν είναι που το κενό είναι δυσαναπλήρωτο, είναι που προς στιγμήν σα να άδειασε η ψυχή μου… Και παρ’ όλο που υπήρξε μοναδικός, δειλά δειλά ξεχωρίζω τον πιθανότερο διάδοχο του «μεγαλύτερου ηθοποιού του αιώνα».

Isn’t that right, Sean?

Άλκηστις Χαρσούλη



 
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Στείλτε το πρώτο!

Αυτή τη στιγμή δεν είστε συνδεδεμένος. Συνδεθείτε ή κάντε εγγραφή για να σχολιάσετε.